Tag / παιδι

Featured She Sophie says

Ποιος είπε πως όταν γίνεσαι γονιός, παύεις να είσαι άνθρωπος;

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου 
 
Κάθομαι αγκαλιά με το “Ανδρολίβαδο” της Τζούλη και έχω χαθεί σε ιστορίες άλλοτε αστείες κι άλλοτε.. πικρά οικείες! 
Μια κυρία δίπλα με ρωτά, τι διαβάζω, και της λέω πάνω κάτω. 
Η απάντησή της, με αφήνει άφωνη και η αλήθεια είναι πως δεν μένω συχνά άφωνη. 
Τι εννοείτε; Της λέω.. και ελπίζω να εννοεί κάτι που το μυαλό μου δεν έχει επεξεργαστεί ακόμα! 
 
Εεεε… τώρα πια εσείς είστε μαμά! 
Πάνε αυτά! 
 
Με τον ίδιο τόνο, αλλά λίγο πιο στριγγλή φωνή ξαναρωτάω.. τι εννοείτε; 
 
Και κοιτάει μια εμένα, μια τα παιδιά. Κι εγώ μένω με την απορία. 
 
Είμαι η Σοφία κι είμαι στα πατημένα 40 μου, χωρισμένη καμιά δεκαετία πια, με δυο παιδιά! 
Και; 
Πότε είπαμε ότι μόλις γίνεις γονιός η ζωή τελειώνει; 
Ή μάλλον πότε είπαμε ότι η ζωή όταν γίνεις γονιός ξεκινάει και τελειώνει στο “είσαι μαμά”; 
 
Ναι, είμαι μαμά. Και μεγαλώνω τα παιδιά μου μόνη πια, χωρίς να έχω την πλάτη των γονιών μου. 
Ναι, είμαι μαμά και τα παιδιά μου είναι η άνευ συζήτησης προτεραιότητα, ο κεντρικός μου άξονας κι εκεί που δείχνει η πυξίδα της ζωής μου. 
 
Και; 

Όσο είμαι χωρισμένη μαμά, έχω γελάσει, έχω κλάψει, έχω πονέσει, έχω πενθήσει, έχω πέσει κι έχω σπάσει τα μούτρα μου, έχω αποτύχει επικά, έχω σηκωθεί όρθια, έχω ξαναμαζέψει τα κομμάτια μου και έχω επουλώσει τις πληγές μου, όπως και όσο μπορούσα. 
Έχω ταξιδέψει με τα παιδιά μου και χωρίς τα παιδιά μου, έχω βγει, έχω διασκεδάσει, δουλεύω κάποιες 10-12 ώρες τη μέρα. 
Έχω προδωθεί κι έχω προδώσει, έχω αδικηθεί κι έχω αδικήσει. Έχω απογοητεύσει κι έχω απογοητευτεί. 
Με λίγα λόγια, έχω ζήσει! 
 
Ποιος έγραψε στους κανόνες της αποδεκτής κοινωνικής συμπεριφοράς, ότι ένας γονιός, δεν μπορεί να κουραστεί, να σπάσει, να αναπολήσει τις μέρες της ανεμελιάς του, να πάρει μια ανάσα και να ξανασηκωθεί για να συνεχίσει; 
Ποιος είπε πως δεν μπορεί να παρακοιμηθεί ένα πρωί; 
Ποιος είπε πως δεν μπορεί να απολαύσει μια μέρα ξεκούρασης; 
Ποιος είπε πως θα πρέπει να νιώσει ενοχές για τις δυο ώρες του κομμωτηρίου και τη μια ώρα του μασάζ; Ή του γηπέδου ή της μουσικής ή του ό,τι; 
Ποιος είσαι εσύ που θα σου απολογηθεί αν θα χωρίσει ή θα μείνει σε ένα γάμο; Αν θα δουλεύει από το σπίτι, απο τα Starbucks ή από το γραφείο; 
Ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις αν τα άφησε στους γονείς ή στην κολλητή ή στον παιδικό σταθμό; 
Ποιος είσαι εσύ που για να ικανοποιήσεις τη δυστυχία σου και τη μιζέρια σου θα απαιτήσεις από έναν γονιό να απαρνηθεί τη ζωή του και να μην απολαύσει την αγάπη, τον έρωτα και τη συντροφικότητα; 
 
Κλείστε λίγο το στόμα σας οι επικριτές των πάντων!
Μαζέψτε κι αυτό το δαχτυλάκι που τώρα τεντώσατε.. 
Και το χειρότερο είναι πως το δηλητήριο στην άκρη της γλώσσας, το έχουμε συνήθως οι γυναίκες. Σε συντριπτικότατη πλειοψηφία. 
 
Τα παιδιά, για να είναι ευτυχισμένα, χρειάζονται αληθινούς γονείς. Ούτε κουρδισμένους σε μια μόνιμη ευτυχία σαν διαφήμιση του Βιταμ, ούτε μόνιμα με ένα “τι θες παιδάκι μου δεν μπορώ τώρα”. Θέλουν κανονικούς ανθρώπους για γονείς. Ανθρωπένιους. Που όταν δεν είναι καλά, δεν προσποιούνται, που όταν πονάνε δεν το παίζουν υπερ-ήρωες, που όταν κάνουν λάθη ζητάνε συγγνώμη, που αποτυγχάνουν, φαληρίζουν και ξαναπιάνουν τη ζωή από την αρχή! Που αγαπάνε, κάνουν φίλους, και δεν παραιτούνται ποτέ από τον έρωτα και την διεκδίκησή του! 
 
Γιατί τα παιδιά, πριν από το σχολείο και την κοινωνία, μαθαίνουν τη ζωή μέσα από το σπίτι τους. 
Κι αν ενοχικά τους πείσουμε πως είμαστε πάντα καλά, πάντα δυνατοί, πάντα επιτυχημένοι, πάντα λαμπεροί, τότε πώς θα μάθουν να κάνουν λάθη; Να αποτυγχάνουν; Να ζητάνε συγγνώμη; Να διορθώνουν τα λάθη τους; 
 
Πώς θα μάθουν να ζουν; 
 
ΥΓ. Κι όχι δεν αφορά μόνο τις μητέρες. Γιατί εσχάτως, έχω γνωρίσει κάτι μπαμπάδες, που κάνουν για δέκα μανάδες μαζί! 
 
 

Uncategorized

Οι εύκολες πληγές κλείνουν με ράμματα. Οι αληθινές, θέλουν μπάλωμα την ψυχή της μάνας!

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Μου λέει ένα (ακόμα) από τα κορίτσια μου στο Loveletters πως περιμένει μωράκι.. χαμογελάω και της δίνω μόνο μια συμβουλή.. «κοιμήσου τώρα που μπορείς»

Γελάει γιατί της λένε όλοι το ίδιο. Ναι.. κοιμήσου.
Κοιμήσου τώρα όχι για να αντέξεις τους κολικούς και τα τρίωρα μέχρι να βρει ρυθμό στον ύπνο.
Κοιμήσου τώρα γιατί μετά θα έχεις πάντα ένα κομμάτι σου ξύπνιο.

Ένα κομμάτι που θα τα αναζητάει όταν δεν είναι κοντά σου.
Ένα κομμάτι που θα ανησυχεί όταν δεν είναι γύρω σου.
Ένα κομμάτι που θα ξαγρυπνά μέχρι να ταξιδέψουν άλλοτε στη χώρα του ποτέ κι άλλοτε σε δάση με νεράιδες. Κοιμήσου τώρα γιατί μετά, όσο ανεξάρτητα κι αν γίνουν, όσο ελεύθερα κι αν τα αφήσεις να κινούνται στην ζωή, ένα κομμάτι σου θα βρίσκεται μέσα τους και θα είναι εκείνο που δεν θα κοιμάται ποτέ!

Θα είναι εκείνο που θα τους μιλάει ψιθυριστά όταν θα πονάει η ψυχή τους.
Θα είναι εκείνο που θα τους παίρνει αγκαλιά όταν θα κρυώνει η πληγή κάποιας προδοσίας.
Θα είναι εκείνο που θα πέφτει κάτω και θα στέκεται στα πατώματα δίπλα τους μέχρι να βρουν τη δύναμη να σηκωθούν.

Γιατί οι εύκολες πληγές κλείνουν με ράμματα. Οι άλλες, οι δύσκολες, για να κλείσουν, θέλουν μπάλωμα την ψυχή της μάνας.

Γι’ αυτό κοιμήσου τώρα.
Τώρα που μπορείς και είσαι ολόκληρη και σου ανήκεις.
Γιατί σε λίγους μήνες, ένα κομμάτι σου, το πιο ζωτικό, η ψυχή σου, θα κυκλοφορεί εκεί έξω, μέσα σε ένα πλασματάκι που όσο και να μεγαλώσει, για εσένα θα είναι μια σταλιά!
Γιατί το ροζ παραμύθι που ακούς για την μητρότητα δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως μια αλήθεια αναμφισβήτητη. ΑΞΙΖΕΙ!!

Άντε… κοιμήσου σου λέω! Τώρα που μπορείς.. και χαμογέλα!! Τα καλύτερα τώρα θα τα ζήσεις!

Uncategorized

20 Νοεμβρίου : Παγκόσμια μέρα δικαιωμάτων του παιδιού

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Σήμερα, 20 Νοεμβρίου, τιμάται η Παγκόσμια ημέρα των δικαιωμάτων του παιδιού.

Από το 1990, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών έχει θέσει σε ισχύ τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού. Στην χώρα μας, κυρώθηκε το 1992 ενώ μέχρι σήμερα, έχει κυρωθεί από άλλες 193 χώρες.

Οι τρεις ενότητες που περιλαμβάνονται είναι η προστασία του παιδιού από κάθε είδους κακοποίηση, ρατσισμό ή εκμετάλλευση, οι παροχές στην εκπαίδευση, την υγεία, την πρόνοια κτλ και η συμμετοχή στην πληροφόρηση, στην έκφραση γνώμης, στον ελεύθερο χρόνο κτλ.

Είναι ίσως παράξενο να μιλάμε για την προστασία και την διασφάλιση των αυτονόητων για ένα παιδί.

Για την ισότητα των παιδιών, για την προστασία τους από διακρίσεις, για το δικαίωμά τους στην ταυτότητα, για την σωματική και νοητική τους προστασία, το δικαίωμα στην μόρφωση, την ιατρική φροντίδα.

Είναι ακόμη πιο παράξενο να χρειάζεται μια Διεθνής Σύμβαση για να ορίζει την ανάγκη του παιδιού στην ανάπαυση, το παιχνίδι και την ψυχαγωγία, στην άθληση και την ελεύθερη έκφραση της γνώμης και της άποψης.

Και ακούγεται αυτονόητο πως όταν η οικογένεια δεν μπορεί να τα προσφέρει αυτά, θα πρέπει να υπάρχει ένα κράτος έτοιμο να προσφέρει την φροντίδα και την πρόνοια σε αυτά τα παιδιά, όχι περιθωριοποιώντας τα, όχι στιγματίζοντάς τα, αλλά φροντίζοντάς τα και περιθάλποντας τα με σεβασμό.

Τα μόνα δύο κράτη που δεν έχουν κυρώσει αυτή τη Διεθνή Σύμβαση, είναι οι ΗΠΑ και η Σομαλία.

Και για πολλά από τα υπόλοιπα κράτη βέβαια που θέλοντας να αποφύγουν την κατακραυγή υιοθέτησαν την Διεθνή Σύμβαση, πρόκειται για ένα κενό γράμμα. Για λέξεις ανούσιες καθώς τα παιδιά, εξακολουθούν να υποφέρουν από την φτώχεια, από πολέμους και συρράξεις, να είναι στο έλεος ασθενειών και να υφίστανται τις συνέπειες του οικονομικού χάους.

Πιο απλά και στο δια ταύτα μιας μέρας που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, κάθε παιδί, έχει δικαιώματα. Για κάθε παιδί, υπάρχει ο Συνήγορος του παιδιού, Οργανώσεις και Επιτροπές στην Ε.Ε για την προστασία του.

Μόνο που το πρόβλημα είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο.

Και μόνο που αναγκαζόμαστε να έχουμε αυτά τα δίκτυα προστασίας έχουμε αποτύχει.

Και μόνο που χρειάζεται να μας υπαγορευτεί πως κάθε παιδί, κάθε ένα παιδί που ανοίγει τα μάτια του σε αυτόν τον κόσμο, έχει δικαίωμα να νιώθει ασφαλές, να νιώθει επιθυμητό, να ζει σε ένα σπίτι που θα μπορεί να του παρέχει τα αυτονόητα, αγάπη, φροντίδα, τροφή, ζεστασιά, έχουμε αποτύχει.

Υπάρχουν δεκάδες οργανισμοί που παρίστανται για να καλύψουν τα κενά που αφήνουν τα κράτη πάνω στην υγεία των παιδιών, πάνω στην δικαιοσύνη και στην σωστή εφαρμογή των νόμων.

Υπάρχουμε και όλοι εμείς, ο καθένας από εμάς, που κοιτάει αλλά δεν βλέπει.

Που συγκλονίζεται κάθε φορά που θα ακούσει στις ειδήσεις για ένα παιδί που λιποθύμησε από ασιτία, εν έτη 2017, στην σύγχρονη Ελλάδα, αλλά δεν κοιτάει το παιδί του δίπλα διαμερίσματος.

Ναι, κοίτα λίγο δίπλα σου! Άσε το τι γίνεται στην άλλη άκρη της γης. Κοίτα μια στιγμή δίπλα σου, απέναντι, παρατήρησε το συμμαθητή του παιδιού σου, μήπως κάτι δεις σε εκείνο.

Υπάρχουμε κι όλοι εμείς, ο καθένας από εμάς, που θα καταδικάσουμε «τον μαλάκα που χαστούκισε το παιδί του μέσα στο δρόμο» αλλά θα βάλουμε τις φωνές στο δικό μας, γιατί… δεν έχει σημασία το γιατί.

Υπάρχουμε κι όλοι εμείς, που τώρα που έρχονται Χριστούγεννα, θα ξεχυθούμε στα bazaars (chic…) και στα charity events (ακόμη πιο chic…) για να δώσουμε το κάτι τις μας και να κοιμηθούμε ήσυχοι το βράδυ έχοντας επιτελέσει το θεάρεστο έργο της φιλανθρωπίας.

Τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου μην αγχώνεσαι, δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι.

Είμαστε κι όλοι εμείς που θα μιλήσουμε και θα αναλύσουμε για τα παιδιά του τρίτου κόσμου, για το aids που μαστίζει και σκοτώνει κάθε χρόνο χιλιάδες, αλλά την ίδια στιγμή, αγνοούμε ή εθελοτυφλούμε μπροστά στις υγειονομικές βόμβες έτοιμες να εκραγούν στα σχολεία των παιδιών μας εδώ, στην Ελλάδα του 2017, από τα ανεμβολίαστα παιδιά.

Γιατί το αυτονόητο δικαίωμα των παιδιών στην διασφάλιση της υγείας τους, δεν είναι τελικά και τόσο αυτονόητο.

Είναι δικαίωμα (νομοθετημένο ή όχι δεν ξέρω) του παιδιού σου να μπορεί να γελάει ελεύθερο. Είναι δικαίωμα του παιδιού σου να νιώθει ασφαλές. Είναι δικαίωμα του παιδιού σου να μπορεί να επιλέξει από το θρήσκευμα μέχρι το ποιον θα αγαπήσει και με ποιον θα προχωρήσει στην ζωή του.

Είναι δικαίωμα του παιδιού σου να πορευτεί στα όνειρά του.

Να λάβει την εκπαίδευση και τις γνώσεις που θα γίνουν εφόδια για να διεκδικήσει αργότερα αυτά του τα όνειρα. Να έχει ελεύθερη πρόσβαση στις πληροφορίες και τα δεδομένα.

Βιασμός δεν είναι μόνο ο σωματικός.

Ο καθένας μας βιάζει την ψυχή του παιδιού του όταν αποφασίζει ερήμην του για το «καλό του» και ακρωτηριάζει την φαντασία του, τις επιθυμίες του, τα θέλω του.

Είναι αναφαίρετο δικαίωμα του παιδιού, του κάθε παιδιού, στο λάθος.  

Το παιδί σου, δεν σου ανήκει. Δεν είναι ιδιοκτησία σου. Δεν είναι περιουσιακό σου στοιχείο. Και το μεγαλύτερο ίσως από τα δικαιώματά του, είναι εκείνο της παρουσίας σου δίπλα του και της άνευ όρων, άνευ ορίων και άνευ συμβιβασμών αγάπης σου για εκείνο.

Μιας τέτοιας αγάπης, που θα γίνει άνεμος για να του δώσει την ώθηση στα φτερά του να ζήσει την ελευθερία!

Uncategorized

Από σένα θέλω να μείνεις για πάντα παιδί… το παιδί μου…

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Είσαι το πρωτάκι μου και τα βουρκωμένα μάτια σου με κάνουν να σου λέω λέξεις «μαμαδίστικες» κι ανούσιες.
Σαν να μην θυμάμαι τον εαυτό μου χρόνια πριν σε ανάλογη θέση.

Και μετά, πάνω από ένα παγωτό φράουλα, μου μιλάς και σε ακούω.
Μου μιλάς για το καινούριο σχολείο που σου φάνηκε μεγάλο και σε τρόμαξε. Δε σου άρεσε ο «αγιασμός» κι εγώ κρυφογελάω.

Ούτε εμένα μου άρεσε ποτέ κι ευτυχώς είχα ανεκτικούς γονείς γιατί στους περισσότερους δεν πάτησα ποτέ.
Κάνεις μια παύση, από εκείνες που ξέρω πως σημαίνουν πως τώρα θα μου πεις κάτι από την ψυχή σου και μου μιλάς για τους φόβους και εκείνα που θες.

Και στο τέλος με ρωτάς, «εσύ τι θες μαμά;»

Όταν μεγαλώσεις θα μάθεις να μην ρωτάς ποτέ μια γυναίκα τι θέλει, σπάνια ξέρει να σου πει. Όμως το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό μου είναι και το ανέφικτο.

Θέλω να μη μεγαλώσεις.
Κι αφού αυτό δεν γίνεται, θέλω να μην ξεχνάς το παιδί μέσα σου όσο μεγαλώνεις. Ξέρω πως το τρομάζει ο κόσμος των «μεγάλων» και του αρέσει να κρύβεται στις σκιές της ψυχής σου, να χάνεται μέσα σε αναμνήσεις με βουτιές στην θάλασσα και μαξιλαροπόλεμους. Όμως εσύ δεν πρέπει να το ξεχνάς. Μην το αφήνεις να βολευτεί στην σιγουριά και την ασφάλεια της σκιάς.

Θέλω να γελάς.
Όποτε το νιώθεις. Όχι όταν στο ζητάνε. Όταν το θες εσύ. Όταν το νιώθεις εσύ. Όχι όταν στο επιβάλλουν οι περιστάσεις.

Θέλω να διαλέξεις συμμάχους.
Εκείνους με τους οποίους θα παίξετε κρυφτό και κυνηγητό. Αμπάριζα και κλέφτες κι αστυνόμους. Εκείνους με τους οποίους θα μαλώσετε και θα τα ξαναβρείτε. Εκείνους που θα χτίσετε μνήμες. Τις αθώες. Τις ανεπεξέργαστες.

Θέλω να μην με ακούς όταν σου βάζω φραγμούς πίσω από υστερικά «πρόσεχε».
Κάνε με τόλμη και θάρρος αυτό που επιθυμεί η καρδούλα σου. Μην με αφήσεις να σου φορέσω βαρίδια και να σε δέσω με αόρατα σκοινιά κοντά μου. Ο κόσμος είναι εκεί έξω. Κι είναι συναρπαστικός. Ανακάλυψέ τον, κι άσε εμένα να συνυπάρχω με τον φόβο και την ανησυχία.

Θέλω να κοιτάς τον ουρανό και να κάνεις όνειρα.
Και να μην σκεφτείς ούτε για μια στιγμή πως τα όνειρα αυτά δεν θα τα ζήσεις!!

Θέλω να σου ζητάω συγγνώμη όταν κάνω λάθη κι εσύ να με συγχωρείς με αυτά τα τεράστια καστανά σου μάτια.

Θέλω να ρωτάς το αναπάντεχο και να αναζητάς το απροσδόκητο. Να μην σου αρκεί η απάντηση στην ερώτηση. Να μην σου αρκεί το μάθημα. Να θες το παρακάτω. Εκεί που ακούς το «ζήσανε όλοι καλά κι εμείς καλύτερα», εσύ να αναρωτιέσαι για το «και μετά…;»

Θέλω να ταξιδέψεις. Να ανοίξεις τα μάτια σου και το μυαλό σου να γεμίσει εικόνες. Εικόνες τόπων και πολιτισμών. Ανθρώπων που θα τους κρίνεις από το χαμόγελο και την ματιά τους κι όχι από το χρώμα και την γλώσσα που μιλάνε.

Θέλω να μάθεις να δίνεις. Κι ας μην σου περισσεύει.
Από αυτό που δεν σου περισσεύει να μοιράζεσαι.

Κι όταν τα βρεις δύσκολα να κλείνεις τα μάτια και να φωνάζεις το παιδί μέσα σου. Εκείνο που δεν θα το χωρέσεις ποτέ σε πρέπει.

Κι άσε εμένα να ανησυχώ για σένα.
Να φοβάμαι για σένα και να σε κοιτώ τις νύχτες να γελάς μέσα στον ύπνο σου και να ταξιδεύεις στα όνειρά σου στην χώρα του Ποτέ – Ποτέ, ανάμεσα σε πειρατές και νεράιδες.

LoveLetters

Featured Love

Υπάρχει και η άλλη πλευρά του μαιευτηρίου!

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Μούδιασμα.

Αυτό είναι το πρώτο συναίσθημα την ώρα που ανοίγεις τα μάτια σου στην «άλλη» πτέρυγα μιας μαιευτικής κλινικής.

Μιας πτέρυγας που μέχρι πριν λίγες ώρες, δεν ήξερες πως υπάρχει.

Κι όμως. Υπάρχει.

Δεν έχει ούτε τα χρώματα ούτε τους ήχους του υπόλοιπου μαιευτηρίου.

Οι νοσηλεύτριες δεν έχουν το χαμόγελο colgate, αλλά ένα συμπονετικό μειδίαμα, χωρίς πολλά λόγια.

Σ’ αντιμετωπίζουν σα μια εύθραυστη γυάλινη κούκλα χωρίς να ξέρουν πως εσύ, είσαι ήδη ένας σπασμένος καθρέφτης.

Σιωπηλή κι ακίνητη.

Σα να έχεις φάει μπουνιά στο στομάχι.

Δε νιώθεις πολλά.

Ούτε καν αυτό το κενό που θα ‘πρεπε να νιώθεις, μιας κι «αυτό» δεν είναι πια εκεί.

Στόμα στεγνό και λίγες κουβέντες, οι πιο πολλές πίσω σου.

Μάτια που πονάνε επειδή δεν μπορούν να τρέξουν δάκρυα.

Ο εγκέφαλος ακόμα δεν έχει περάσει το μήνυμα της απώλειας.

Ακολουθεί η κουβέντα με το γιατρό.

«Συμβαίνει, δε σημαίνει πως έχεις κάτι παθολογικό, θα το κοιτάξουμε όμως. Πρέπει να μείνεις ψύχραιμη και να συνέλθεις γρήγορα.»

Κι άλλες λέξεις που τώρα δε σε νοιάζουν. Εσύ το μόνο που θες είναι λίγη σιωπή.

Ήταν εκεί και τώρα δεν είναι.

Το φρόντιζες, σε πρόσεχες για να το προσέχεις.

Εκεί είναι η στιγμή της μεγαλύτερης λούπας που μπορεί να πέσεις.

«Μήπως φταίω; Έκανα κάτι λάθος; Μήπως εκείνη τη μέρα στο super market που σήκωσα τις σακούλες; Ή εκείνη η κυρία που μου ‘χε πει να μη βάφω τα μαλλιά μου; Και προχθές που τσακώθηκα στη δουλειά και ταράχτηκα τόσο; Εκείνη η γάτα που χάιδεψα στο δρόμο;»

Ψάχνεις την απάντηση σ’ ένα ερώτημα που δεν πρέπει να υπάρχει.

Κι αν η απάντηση δεν είναι αυτή, τότε γιατί συνέβη;

«Έτυχε; Γιατί έτυχε σε μένα όμως; Δεν το ήθελα αρκετά; Δεν το αγάπησα όσο έπρεπε;»

Μπορεί να έτυχε ή μπορεί ν’ ανακαλύψεις στη συνέχεια πως κάτι συμβαίνει οργανικό.

Το θέμα είναι πως για σένα, φταις εσύ.

Ακόμα κι αν δεν μπορείς να στοχοποιήσεις το πότε έκανες το λάθος σου, μέσα σου, το χρεώνεις κανονικά.

Και φυσικά, ακόμα και οι πιο απλές ερωτήσεις των γύρω σου, νιώθεις πως κρύβουν «κατηγορώ» που δε σου λένε ευθέως.

Ήσουν μια περήφανη έγκυος μέχρι χθες και τώρα, στα μάτια όλων, είσαι η κακόμοιρη που την βρήκε αυτό το κακό.

Όλοι κάτι ρωτάνε κι εσύ θες λίγη σιωπή ακόμα.

Δίνεις μάχη με τα «γιατί» και χάνεις συνέχεια.

Γονείς, φίλοι, εκείνος, σε κανακεύουν, προσπαθούν να καθαρίσουν από γύρω σου τα σημάδια.

Ρουχαλάκια, παιχνιδάκια, φορμάκια, κι ένα δωμάτιο στο σπίτι στημένο, έτοιμο να περιμένει.

Εκείνοι σε πανικό, να προσπαθούν να τα εξαφανίσουν όλα.

Παίζει διαφήμιση με μωρό στην τηλεόραση και κανείς δε σε κοιτάει κατάματα, αλλά όλοι λοξεύουν το βλέμμα τους να δουν αν θα τρέξει δάκρυ.

Εσύ θες λίγο χρόνο που κανείς δεν σου δίνει.

«Πρέπει να προχωρήσεις, πρέπει να πας παρακάτω, πρέπει να βγεις έξω, μην αφήνεσαι.»

«Σκάστε!»

Αυτό φωνάζει το υποσυνείδητό μέσα σου.

Θες χρόνο να θρηνήσεις, να βρεις δύναμη να κλάψεις, να πονέσεις, να ματώσεις.

Ν’ αντιμετωπίσεις ενοχές και φόβους.

Ενοχές γι’ αυτό που έγινε και δεν αλλάζει.

Φόβους για το αύριο, για το σώμα σου που μπορεί να «νοσεί», για την δύναμή σου που μπορεί να ‘ναι ελλιπής, για την μοίρα που μπορεί να μην είναι απλόχερη μαζί σου.

Κι εσύ το μόνο που θες, είναι να καταδυθείς στον πάτο του βαρελιού και να πατήσεις το χαμηλότερο σημείο του.

Τώρα πατάς, κάθεσαι οκλαδόν, παγώνεις γύρω σου τις εικόνες και περιπλανιέσαι ανάμεσά τους.

Ήθελες τόσο λίγο για ν’ αγγίξεις αυτό το πλασματάκι, και τώρα έφυγε.

Ναι, έφυγε αλλά εσύ είσαι εδώ. Κι όσο εσύ είσαι εδώ, όλα γίνονται.

Όλοι το περίμεναν με τόση λαχτάρα.

Ναι, το περίμεναν, όπως κι εσύ. Δε χρωστάς σε κανέναν.

Εσύ, κι ο σύντροφός σου, πονάτε πιο πολύ κι είστε μαζί.

Άρα όλα γίνονται.

Ο πάτος του βαρελιού είναι στέρεος, έχει αντέξει όλες τις αγωνίες σου, όλα εκείνα που δεν ξεστομίζεις, που φοβάσαι, που σε πονάνε.

Τώρα θ’ αντέξει και τα πόδια σου που θα πατήσουν πάνω του και σιγά σιγά θα σου δώσει την ώθηση να βγεις στην επιφάνεια και να κολυμπήσεις.

Κολύμπα!

Μπορεί να μοιάζει μακριά η ακτή, αλλά είναι εκεί, κι εσύ θα τη φτάσεις.

Σου μιλάω εκ πείρας. Θα φτάσεις. Όσο μακριά κι αν είναι η ακτή, θα φτάσεις. Η ζωή μπορεί να ξαναγίνει γενναιόδωρη μαζί σου και να ξαναζήσεις το θαύμα από την αρχή. Η ζωή μπορεί να αποφασίσει να σου παίξει ακόμα ένα διεστραμμένο παιχνίδι. Κι αυτό θα το αντέξεις!! Λύσεις υπάρχουν.. κι όταν είσαι έτοιμη, θα τις δεις! Μέχρι τότε… Κολύμπα!!!

LoveLetters

Uncategorized

Χτίσε με τα παιδιά σου μια ζωή γεμάτη αναμνήσεις

Η αγάπη είναι η μνήμη. Οι αναμνήσεις που συλλέγονται σε ένα νοερό άλμπουμ, η μία πίσω από την άλλη και ξεπετάγονται ολοζώντανες σε κάθε τους ανάκληση.

Η αγάπη είναι η θύμηση. Κι όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο πιο πολλά θυμάσαι.

Θυμάσαι τον ήχο που έκανε το στόμα του όταν πρωτοθήλασε. Το πρώτο χαμόγελο, φαφούτικο και σαλιωμένο. Την πρώτη βόλτα: φορούσε τα μικροσκοπικά ρουχαλάκια του και κοιτούσε από το καρότσι τον καινούργιο κόσμο. Κι εσύ ήσουν εκεί και προσπαθούσες να δεις τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Και τα θυμάσαι όλα: τα δέντρα που υψώνονταν προς πάνω, τα σύννεφα που πήγαιναν και ερχόντουσαν, σχεδόν χορευτικά, στον ουρανό’ εκείνη την μέρα ήταν τόσο γαλάζιος που σε πονούσε η ομορφιά του.

Θυμάσαι τη μέρα που περπάτησε κυνηγώντας μία πεταλούδα στο πάρκο. Ή τη μέρα που πάτησε για πρώτη φορά το κουμπί της τηλεόρασης- τι γέλια έκανε… Τη μέρα που φόρεσε πρώτη φορά αθλητικά’ καμάρωνε κοιτώντας τα και μετά έβγαλε το ένα και το δάγκωσε, γιατί έβγαζε δόντια και πονούσε.

Όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο πιο έξυπνη γίνεται η μνήμη.

Κάθεται και θυμάται λεπτομέρειες η μνήμη. Το τραγούδι που χόρεψες αγκαλιά με το μωρό’ ήταν ένα φωνακλάδικο ροκ και εκείνο σκιρτούσε ενθουσιασμένο μέσα στα μπράτσα σου. Εκείνο το πρώτο καλοκαίρι που είδε τη θάλασσα’ δεν περπατούσε καν, του κρατούσες τα χέρια, άφηνες τα πόδια του να αγγίξουν το νερό και εκείνο ξεφώνιζε ξετρελαμένο. Μετά καθίσατε μαζί στην άμμο, μοιραστήκατε ένα μπισκότο, μισό στο δικό του στόμα και μισό στο δικό σου και όταν το μπισκότο τέλειωσε, το στόμα σου ακούμπησε το δικό του. Και θυμάσαι και τα γύρω- γύρω, τις εικόνες που στόλιζαν εκείνη τη στιγμή. Τον ήλιο που βουτούσε στο βασίλεμά του και έσβηνε πίσω από τη θάλασσα, το αλμυρίκι που σας κοιτούσε πίσω από την πλάτη σας, τις πέτρες που γυάλιζαν βρεγμένες ολόγυρά του. Μετά, έβαλε μία πέτρα στο στόμα και κατατρόμαξες. Και το μάλωσες, και μετά εκείνο έκλαψε, και μετά το αγκάλιασες και εκείνο χαμογέλασε.

Θυμάσαι τα παραμύθια που του διάβαζες, δίπλα του, κάτω από το πάπλωμα, και καμιά φορά πηδούσες σελίδες αλλά εκείνο δεν ξεγελιόταν και σε έβαζε να ξαναδιαβάσεις από την αρχή. Θυμάσαι εκείνες τις νύχτες, το γλυκό φως από το λαμπατέρ που σε έκανε κι εσένα να νυστάζεις, τη μυρωδιά από τις φρεσκοπλυμένες πιτζάμες του, τον ανάλαφρο τρόπο που έκλειναν τα βλέφαρά του όταν το έπιανε ο ύπνος. Ευχόσουν να κοιμηθεί, να κοιμηθεί επιτέλους, κι όταν τελικά κοιμόταν, σου έλειπε τόσο πολύ…

Θυμάσαι τη μυρωδιά από τοστ τα πρωινά, το στόμα του που μύριζε νύστα, το πρώτο ρούχο που έβαλε για να πάει σχολείο, κι εκείνη την τσάντα με τα λαγουδάκια που κρεμόταν στην πλάτη του όταν μπήκε για πρώτη φορά στην αυλή του νηπιαγωγείου. Θυμάσαι το σώμα του να σχίζει το νερό της πισίνας στο κολυμβητήριο, και σε κάθε βουτιά να αγωνιάς, να σταματάς να αναπνέεις ώσπου να δεις το κεφάλι του να αναδύεται στην επιφάνεια. Θυμάσαι τον πρώτο αγώνα μπάσκετ, έπαιξε μόνο τρία λεπτά, δεν έβαλε κανένα καλάθι, αλλά τι δυνατές φαινόταν οι γάμπες του μέσα από τις μακριές τις κάλτσες… Θυμάσαι που του ‘μαθες την προπαίδεια τραγουδιστά για να μην την ξεχάσει: « Τέσσερις- τέσσερις δεκάξι κι η μύτη σου θα πετάξει…» Ή την άλλη τη φορά, στις εξετάσεις, που έμαθες απ’ έξω την ιστορία, κρατώντας το βιβλίο μέχρι τα ξημερώματα. Είδατε μαζί την ανατολή, κι όλα φαινόταν φρέσκα, σαν να μην τα είχες ξαναζήσει, και μετά σου είπε: « Κάνε μου ένα φραπέ..» και εσύ είπες μέσα σου: « Θεέ μου, πότε έφτασε να πίνει καφέ, σαν χθες ήταν που έπινε μόνο γάλα».

Θυμάσαι την φορά που αγόρασες το βιβλίο αστρονομίας, και κοιτούσες μαζί του τους πλανήτες και τις μαύρες τρύπες, και μάθαινες μαζί του τα μυστικά του σύμπαντος, και πως η Αφροδίτη δεν είναι καθόλου όμορφη από κοντά, όλο φωτιές και κρατήρες και όλο σύννεφα από θειϊκό οξύ και τότε γύρισε και σε ρώτησε: « Πόσο μ’ αγαπάς;» και εσύ απάντησες: « Σε αγαπώ με όλη τη δύναμη που κρύβουν όλοι οι γαλαξίες μαζί…» και ήταν το πιο ποιητικό πράγμα που έχεις πει στη ζωή σου.

Να φτιάχνεις κοινές αναμνήσεις. Αυτό είναι αγάπη. Να μεγαλώνει δίπλα σου και η μνήμη σου να φωτογραφίζει το κάθε λεπτό της ζωής του. Να θυμάσαι το μαύρο φούτερ που έβαλε στο πρώτο ραντεβού, το υπερβολικό άρωμα που ψέκασε πάνω του για να της κάνει εντύπωση, το ύφος που είχε όταν γύρισε σπίτι. Να θυμάσαι εκείνον τον πυρετό που κράτησε μερόνυχτα, αντιπυρετικά και κομπρέσες στο μέτωπο και αγωνία στο δικό σου κεφάλι και προσευχές στο στόμα σου άηχες. Να θυμάσαι πως όταν συνήλθε και σε είδε αναμαλλιασμένη και άυπνη, σου είπε: « Χάλια είναι τα μαλλιά σου, πρέπει να πας κομμωτήριο» και εσύ γέλασες με την καρδιά σου που είχε συνέλθει τόσο ώστε να προσέχει τα χάλια σου.

Η αγάπη είναι μνήμες.
Η αγάπη απαιτεί να θυμάσαι.

Απαιτεί να θυμάσαι εκείνο το βράδυ στο εξοχικό, στην ταράτσα, με τις Περσείδες να αυλακώνουν τον ουρανό, με τις πολύχρωμες ουρές τους να αφήνουν πίσω την τροχιά τους, χωμένοι μέχρι το λαιμό σε κουβέρτες κατάχαμα. Ο ουρανός ερχόταν καταπάνω σας, τα πεφταστέρια φτάνανε στα χέρια σας, τα κεφάλια σας ήταν δίπλα – δίπλα. Όλα τα θυμάσαι.

«Τι ευχή έκανες;» σε ρώτησε.

« Να έχουμε υγεία για να φτιάχνουμε αναμνήσεις» απάντησες. Και γύρισε και φίλησε το μάγουλό σου και είπε: « Αχ, βρε μαμά…». Και θυμάσαι πως αυτό ήταν το πιο ποιητικό πράγμα που έχεις ακούσει στη ζωή σου.

Αγάπη είναι οι κοινές αναμνήσεις.

Πολλές πολλές αναμνήσεις, η μία δίπλα στην άλλη που κάνουν μία συνέχεια, ένα κομπολόϊ αγάπης. Όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο πιο πολλά θυμάσαι, τόσο πιο πολλά λαχταράς να νιώσεις για να θυμηθείς…. Να μεγαλώνει δίπλα σου και να διψάς να καταγράψεις τις στιγμές του. Αυτό είναι αγάπη. Είναι η μνήμη που δεν θέλει ποτέ της να χορτάσει…

Γράφει η Γιώτα Στεφάνου

Πηγή