Tag / πόθος

Love

Απόψε θα σου πω ένα παραμύθι για μια αγάπη, έναν έρωτα και ένα φόβο.

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Κλείσε τα μάτια σου.
Κοιμήσου. Κάθε νύχτα το ίδιο κάνω. Σε αφήνω να κοιμηθείς.
Κλείνω πού και πού κι εγώ τα μάτια μου για να σε πείσω πως κοιμάμαι. Ηρεμώ
Κοιμήσου σου λέω.. είναι τόσα που θέλω να σου πω και σήμερα, κι όσο δεν κοιμάσαι δεν θα στα πω.

Ναι, άσε με εκεί να παίρνω την δόση μου από το σώμα σου με κάθε ανάσα.
Άσε με να σου χαϊδεύω το κεφάλι μέχρι να λυθεί το σώμα σου, σημάδι πως πια έχεις αποκοιμηθεί.

Είσαι εδώ.
Πόσο παράξενο αυτό το «εδώ». Πόσο δικό μας.
Τώρα θα σου μιλήσω για εκείνα που την μέρα προσπερνάμε.
Τώρα θα σου πω για εκείνα που σιωπώ, όχι γιατί δεν θέλω να στα πω αλλά γιατί τα βάζουμε εκεί που πάνε τα «αυτονόητα».

Ναι, για να είμαστε εδώ, είναι αυτονόητη η αγάπη.
Αυτονόητος κι ο έρωτας, αυτονόητο το πάθος, αυτονόητος κι ο πόθος.
Κι οι φόβοι, οι φοβίες, οι άμυνες, οι ανησυχίες;
Αυτονόητα κι αυτά.

Αυτονόητα και λογικά λέει ε;

Όχι. Τίποτα δεν είναι ούτε λογικό, ούτε αυτονόητο, έτσι τα βαφτίσαμε και δεν κρυφτήκαμε ποτέ από τις λέξεις.

Μην τυχόν και φωνάξουμε λίγο πιο δυνατά τα αισθήματά μας κι ενοχλήσουμε τους από καιρό αποχαυνωμένους αυτού του κόσμου.

Θέλω να σε ξυπνήσω. Ναι, απόψε δεν θέλω να σου ψιθυρίσω μυστικά το πόσο σε θέλω κάθε στιγμή.
Δεν θέλω να καταλάβεις από τα συμφραζόμενα και τα δεδομένα πως σε ζητάω.
Δεν θέλω να είμαι η χαλαρή και άνετη, που ξέρεις τι νιώθει.
Θέλω να με ακούσεις να στο λέω.
Να το νιώσεις σε κάθε κύτταρό σου.

Ξύπνα.
Απόψε δεν θα σου πω πόσο ερωτευμένη είμαι στα σιγανά.
Απόψε θα με ακούσεις. Δεν θα ψάξω το «κι εγώ» σε ένα νεύμα σου, θα το δω στα μάτια σου.
Απόψε θα ακούσεις και τις συγγνώμες μου για κάθε φορά που σου έκανα την καθημερινότητά σου πιο δύσκολη.

Ξέρω πως δεν έχω τίποτα εύκολο. Γωνίες από παντού, πουθενά μια καμπύλη.
Τίποτα απλό, τίποτα βατό.
Τίποτα. Η «μοίρα» μου από παντού σου έγραφε «μην πλησιάζεις» κι εσύ εκεί.
Να δένεις τον κόμπο.
Μην με ακούς όταν φωνάζω. Φόβος είναι.

Μόνο όταν κάτι έχεις να χάσεις φοβάσαι.
Μόνο όταν κάτι αγαπάς χωρίς όρους κι όρια φοβάσαι.
Μόνο όταν η ανάσα σου εξαρτάται από την ανάσα του άλλου φοβάσαι.

Άνοιξε τα μάτια σου.
Απόψε θα σου πω ένα παραμύθι για έναν έρωτα, μια αγάπη κι έναν φόβο.
Απόψε θα σου πω για εμάς, το πιο αληθινό μας όνειρο.

Εσύ, εγώ και τα κομμάτια μας που δέθηκαν πια με τους πιο δυνατούς κόμπους που υπάρχουν.
Τις ψυχές μας.

Featured Love

Εσύ μου έμαθες το “για πάντα” κι εγώ σου έμαθα το “μαζί”

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Την πρώτη φορά που σε ερωτεύτηκα, μου έμαθες το “για πάντα”.
Εγώ, ο άνθρωπος του “τόσο όσο” κι εσύ εκείνος του “για πάντα”, χωρίς το μαζί να υπάρχει πουθενά στην εξίσωση.
Εσύ θάλασσα, εγώ άνεμος.
Εσύ φωτιά, εγώ λάδι.
Τίποτα το συνηθισμένο και συμβατικό δεν θα μπορούσε να έχει η συνάντησή μας.

Πώς λοιπόν να ερωτευτούμε μια φορά;
Η πρώτη, είχε μέσα της άγνοια κινδύνου. Είδαμε κι οι δυο τη φωτιά και πέσαμε μέσα της.

Ζήσαμε την ένταση, το πάθος, τον πόθο, τον πόνο, τη ζήλια, την ίδια την ζωή στο κόκκινο.
Το κόκκινο που έχει το πυρωμένο σίδερο πριν βουτηχτεί στο νερό και γίνει ατσάλι.
Ναι, ο καθένας μας ήταν κι από ένα κομμάτι ατσάλι που μόνο του βούταγε στο νερό..

Κι όταν μάθαμε την ζωή απ’ την αρχή, αρχίσαμε να αναθεωρούμε απόψεις και να εδραιώνουμε επιθυμίες.
Να απορρίπτουμε πρέπει και να γιγαντώνουμε θέλω.
Δίναμε μάχες δίχως έλεος άλλοτε με τους τρίτους, άλλοτε με τους ίδιους μας τους εαυτούς.
Κι όταν κουραζόμασταν από τις μάχες, βρίσκαμε μια σκιά και καθόμασταν κατάχαμα, όμως δρόμο, δεν αλλάξαμε ποτέ.

Ένας δρόμος και θα τον περπατάμε ως το τέλος του.
Βήμα βήμα, ο έρωτας εκείνος, ο πρώτος, με την άγνοια κινδύνου, απέκτησε γνώση και συνείδηση.
Έγινε αγάπη και νοιάξιμο και φροντίδα.
Δεν έγινε όμως ποτέ δεδομένος.

Κι ακριβώς επειδή δεν έγινε ποτέ δεδομένος, ξαναγεννήθηκε, μόνο που τώρα, ήταν πολύ διαφορετικός.

Τώρα ήταν ενσυνείδητος. Δεν είχε πια άγνοια κινδύνου.
Δεν παραπατούσε παρά μόνο όταν μέθαγε από πάθος καλά κρυμμένο.
Όχι, δεν είχε ανάγκη να βροντοφωνάξει τίποτα.
Είχε όμως ανάγκη να τα ζήσει όλα, πολύ, απόλυτα.
Γιατί η θάλασσα, παρέμεινε θάλασσα κι ο άνεμος έμπαινε ακόμα μέσα της και δημιουργούσε κύματα που έσβηναν κάθε “πρέπει”.
Γιατί την πρώτη φορά, εκείνος της έμαθε να πιστεύει στο “για πάντα”, όμως την δεύτερη φορά, εκείνη του έμαθε να πιστεύει στο “μαζί”.
Και μαζί έμαθαν να στέκουν στην άκρη του γκρεμού και να κοιτάνε τα νερά.
Άλλοτε καταγάλανα, κρυστάλλινα και καθαρά στην όψη που μέσα τους έκρυβαν βράχους μυτερούς κι άλλοτε σκοτεινά και σκούρα νερά που μέσα τους έβρισκες τον παράδεισο.

Το σίγουρο πια ήταν πως το νερό ήταν εκεί, με άγνωστο βυθό, όπως ο έρωτας..
Και η βουτιά, ήταν αναπόφευκτη, όπως η ίδια η ζωή..
Μόνο που τώρα, είχαν μάθει πια να βουτάνε μαζί.

Γιατί την δεύτερη φορά, το “για πάντα”, ερωτεύτηκε το “μαζί”.
Γιατί την δεύτερη φορά, δεν υπήρχε η άγνοια κινδύνου αλλά η επίγνωση πραγματικότητας. 

Featured Love

Κι αν δεν υπήρχες, θα έπρεπε να σε εφεύρει.

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Κι αν δεν υπήρχες, θα έπρεπε να σε εφεύρει.
Θα έπρεπε να σε εφεύρει για να μπορεί να χαμογελάει.
Για να μπορεί το χαμόγελο να ταιριάζει με τα μάτια της.
Για να μπορεί το δάκρυ της να σταματάει στα χέρια του.
Για να μπορεί να νιώθει τα χείλια της πονεμένα από φιλιά που μέσα τους έκρυβαν όλα όσα οι λέξεις ήταν δειλές για να πουν.

Κι αν δεν υπήρχες, θα έπρεπε να σε εφεύρει.
Θα έπρεπε να σε εφεύρει για να μπορεί να νιώσει για πρώτη φορά.
Για να μπορεί να μάθει τον έρωτα από την αρχή.
Ή μήπως να τον μάθει για πρώτη φορά;
Για να μπορεί να μάθει να αφήνεται, να εμπιστεύεται, να παραδίδει και να παραδίδεται.

Κι αν δεν υπήρχες, θα έπρεπε να σε εφεύρει.
Θα έπρεπε να σε εφεύρει για να μπορεί να λέει κάπου στα βαθιά της γεράματα πως έζησε έναν έρωτα που άξιζε.

Έναν έρωτα που αγνόησε ανθρώπους – λέρες και αντιστάθηκε σε κάθε δηλητήριο που δοκίμασαν να τον μπολιάσουν.
Έναν έρωτα που ξεκίνησε για «τόσο – όσο» για να γίνει το «για πάντα».
Όχι εκείνο το συμβατό για πάντα που κρατά όσο κρατά κι ο πόθος, αλλά ένα «για πάντα» που κρατά όσο μια ζωή.
Κι άλλη μια, κι ακόμα μια.
Ναι, κάποιοι έρωτες, δεν κρατάνε μια ζωή.
Κρατάνε όλες τις ζωές κι ακόμα κι αυτές είναι λίγες
Ναι, κάποιοι έρωτες, δεν μπορείς ποτέ να θυμηθείς πότε ξεκίνησαν, μπορείς να ξέρεις με σιγουριά πότε θα τελειώσουν. Ποτέ.

Για κάποιους έρωτες, υπάρχει μόνο ένας δρόμος.
Δεν υπάρχουν παρακλάδια. Δεν υπάρχουν παράδρομοι. Δεν υπάρχουν διέξοδοι.
Για κάποιους έρωτες, δεν υπήρξαν ποτέ πυροτεχνήματα, πρώτα ραντεβού και υπήρξαν σιωπές, υπήρξαν ανάσες, υπήρξαν αγγίγματα και ένα «για πάντα» χαραγμένο στο κορμί, για να δηλώνει το τέλος που ποτέ δεν θα έρθει.

Ναι, κι αν δεν υπήρχες, θα έπρεπε να σε εφεύρει, όμως υπάρχεις.
Κι αυτό είναι που κάνει το χαμόγελό της να αντανακλά στα μάτια της.
Κι αυτό είναι που κάνει τα χέρια της να κλείνουν και να σε κρατάνε.
Κι αυτό είναι που την κάνει να τρέμει με κάθε σου άγγιγμα.
Κι αυτό είναι που την έκανε να πιστέψει σε όλα εκείνα που κυνικά απέρριπτε.
Κι αυτό είναι που την έκανε να πιστέψει στο «μαζί» και να σταματήσει να πολεμάει μόνη της.
Κι αυτό είναι που την έκανε να εμπιστευτεί. Απόλυτα.
Κι αυτό είναι που την έκανε να αλλάξει το «τόσο όσο» σε έναν ολόδικό σας «για πάντα».
Ως το τέλος του δρόμου..

Featured Love

Θα μας στοιχειώνει αυτό που δεν τολμήσαμε αγάπη μου!

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Είμαι εγώ που θα σε στοιχειώνω πάντα!
Κι όχι τώρα πια δεν έχεις την επιλογή να μείνεις ή να φύγεις.
Τώρα που με έκανες το φάντασμά σου, τώρα δεν έχεις άλλη επιλογή.

Κάθε στιγμή που θα περνώ από το μυαλό σου, θα σε στοιχειώνω.
Και κάθε στιγμή που δεν θα μπορείς να πεις σε κανέναν πως με σκέφτεσαι ακόμα, πάλι θα σε στοιχειώνω.
Γιατί αυτό που υπήρξαμε εμείς, δεν μπορεί να υπάρχει εκεί έξω.
Δεν μπορούν να καταλάβουν οι πολλοί αυτό το εξωπραγματικό που ζήσαμε εμείς οι δυο.
Και τώρα, τώρα μόνο θα μπορώ να σε στοιχειώνω.
Μέσα από γέλια, δάκρυα, παιχνίδια και σιωπές.
Ειδικά μέσα στις σιωπές.

Γιατί μέσα στις σιωπές εμείς επιβιώσαμε.
Επιβιώσαμε από τον πόνο που μας έκανε ένα.
Ξεπερνάγαμε ένα ένα τα εμπόδια και κερδίζαμε τις στιγμές μας.

Θα σε στοιχειώνω κάθε στιγμή που θα σκέφτεσαι πως υπάρχει πια εκατοστό της ύπαρξής μου που δεν σου ανήκει.
Θα σε στοιχειώνω κάθε στιγμή που θα βλέπεις να περνά σαν αερικό από δίπλα σου κάποια που σε άγγιξε με το ίδιο άρωμα.
Εκείνο που δεν υπάρχει σε κανένα αρωματοπωλείο.
Εκείνο που φτιάχτηκε από μπερδεμένα σώματα και μάχες δίχως έλεος.

Θα σε στοιχειώνω κάθε που θα αναρωτιέσαι γιατί επιλέξαμε το τέλος και δεν πιστέψαμε σε εμάς. Δεν πιστέψαμε σε εμάς, ακούς;

Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε κενά κρεβάτια και αμήχανα διαλείμματα, θα γυρνώ να σε κοιτάξω γιατί ξέρω πως θα αναζητάς τα μάτια μου να σου γελάσουν.

Γιατί κανένα φιλί δεν θα έχει πια την δική μας γεύση.
Αυτή που δεν θα χρειαστεί και να μάθει ποτέ κανείς.
Θα σε στοιχειώνω κάθε φορά που θα αναζητάς το γέλιο μου μέσα από τα αστεία σου που μόνο εγώ καταλάβαινα.

Θα σε στοιχειώνω μέσα από ξεχασμένες λέξεις κι απομεινάρια μιας ζωής που την ζήσαμε όπως εμείς μπορούσαμε.
Κι αν κάθε φορά θέλαμε κι άλλα, αντέχαμε με αυτά που μπορούσαμε.
Αντέχαμε σου λέω..

Και ναι, προσπαθήσαμε πολύ να μην μπλέξουμε.
Προσπαθήσαμε πολύ να μην γίνουμε ένα.
Και θα μας στοιχειώνει για πάντα ένα απλό «ευχαριστώ» που τα ξεκίνησε όλα.

Θα σε στοιχειώνουν τα σημάδια που πια δεν θα αφήνω πάνω σου κι όσο κι αν τα αναζητάς πια δεν θα τα βρίσκεις.
Κι όταν το πείσμα της απόφασης έχει περάσει, όταν όλα έχουν καταλαγιάσει και θα έχουμε ξεχάσει το «γιατί», θα είναι η στιγμή που θα στοιχειώσουμε κι οι δυο σε ένα παρόν που δεν θα αντέχουμε να ζήσουμε.

Κι αν νομίζεις πως θα το ευχαριστηθώ στοιχειώνοντας το σήμερά σου, γελιέσαι ψυχή μου.

Η αλήθεια είναι πως μόνο πόνο θα έχει όλο αυτό.
Γιατί τι νόημα έχει να στοιχειώνει ο ένας τον άλλο όταν απλά θα μπορούσαν να είναι μαζί;
Μαζί, ακούς;

Ποιο το νόημα να προσποιηθούμε ότι ξεχάσαμε, ξεπεράσαμε κι είμαστε πιο δυνατοί από εκείνο που μας χάραξε, αφού εκείνη την στιγμή που τα μάτια θα κλείνουν, θα αναζητάμε ο ένας την μορφή του άλλου.

Κι επειδή εμείς, αποφασίσαμε το εύκολο, το χώρια θα γυρνάμε να στοιχειώνουμε ο ένας τον άλλο. Κι αυτό, θα είναι το καλύτερο που θα έχουμε καταφέρει μιας και σταθήκαμε μικροί μπροστά σ’αυτό που νιώθαμε.

 

Featured Love

O πρώτος και ο τελευταίος έρωτας της ζωής σου

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Οι κούτες σκορπισμένες κι όλες με γραμμένο πάνω τους το περιεχόμενο.
Το σπίτι γεμάτο με πράγματά μου για τελευταία φορά.

«Τα έχετε όλα έτοιμα κυρία;» η φωνή του μεταφορέα δίνει το έναυσμα κι εγώ μένω να κοιτάω το χώρο να αδειάζει σιγά σιγά.

«Είναι δυο κούτες που γράφουν «αναμνηστικά τέλους» κυρία, που τις θέλετε στο καινούριο σπίτι;»

«Στο βοηθητικό δωμάτιο σας παρακαλώ», του λέω και σκέφτομαι πόσο βαθιά ψυχαναγκαστική μπορεί να είμαι για να μην πετάω τίποτα.

Τελειώνουν οι σχέσεις, μένουν τα πράγματα. Άλλα δώρα, άλλα ξεχασμένα, πάντως κάτι μένει για να θυμίζει πως υπήρξαν κι αυτοί.

Άλλωστε ο καθένας όπως μπορεί μένει στην «ιστορία». Άλλος με αναμνηστικά κι άλλος με ουσία.

Άλλωστε υπάρχουν μόνο δυο έρωτες στην ζωή μας που δεν χρειάζονται κανένα αντικείμενο, κανένα απτό στοιχείο για να μην ξεχαστούν.

Ο πρώτος κι ο αληθινός. Δεν μπορούν ποτέ να είναι οι ίδιοι.

Δεν είναι ανεκπλήρωτοι, δεν είναι δυστυχισμένοι και δεν αφήνουν πίσω τους θλίψη.

Ο πρώτος κουβαλάει το καθαρό μητρώο, την αθωότητα, τον αυθορμητισμό.

Ο αληθινός κουβαλάει την ουσία, δεν έχεις άγνοια κινδύνου, πέφτεις πάνω του χωρίς κανένα προστατευτικό δίχτυ.

Είναι αυτά τα δυο είδη που δεν κράτησες κανένα αναμνηστικό. Ούτε ρούχο, ούτε δώρο, ούτε τίποτα. Δεν έβαλες τίποτα δικό τους μέσα στο κουτί των «τελειωμένων σχέσεων».

Είναι αυτά τα δύο είδη που δεν μπαίνουν σε λέξεις.
Ξεκινάς να γράψεις γι’ αυτά κι οι λέξεις δεν σου βγαίνουν, είναι λίγες.
Ξεκινάς να μιλήσεις γι’ αυτά και δεν έχεις τίποτα να πεις.

Είναι τόσο καταλυτικοί, τόσο απόλυτοι, τόσο ολοκληρωτικοί που σε αφήνουν μέσα σε μια σιωπή, όχι αμήχανη αλλά οικεία. Την αποζητάς αυτή την σιωπή σαν να φοβάσαι πως αν αρχίζεις να εκστομίζεις λέξεις θα αφήσεις ακάλυπτη την ψυχή σου.

Σπας την σιωπή αρχίζοντας να φλυαρείς για τους «άλλους».

Εκείνους τους εύκολους, τους εύπεπτους που τον πρώτο μήνα είχαν τραγούδι και τον τρίτο μήνα είχαν κιόλας αγαπημένη ταινία.

Εκείνους που στολίστηκαν με δαχτυλίδια, διαμάντια, λέξεις και ξόδεψαν χρόνο σε ανούσιες εκδηλώσεις απόδειξης των αισθημάτων.

Εκείνους που κατά καιρούς ανασκαλεύεις στην μνήμη σου και μιλάς τόσο εύκολα γι’ αυτούς.
Έχεις λόγια και απαντήσεις. «Είναι ο τάδε, γνωριστήκαμε εκεί και ταξιδέψαμε παραπέρα. Κράτησε τόσο και χωρίσαμε τότε».

Εύκολο να συμπληρώσεις τις πληροφορίες.
Ένα Ναύπλιο, μια Θεσσαλονίκη, κάνα Λονδίνο και κάνα Παρίσι αν κατά λάθος ξέμεινες λίγο παραπάνω στην σχέση, ο χρόνος μετρήσιμος και συγκεκριμένος.
Μοτίβο επαναλαμβανόμενο με συνηθισμένες παραλλαγές.

Εκείνοι οι άλλοι όμως, είναι σαν αερικά. Δεν έχουν τίποτα το σαφές και το συγκεκριμένο. Έχουν αφετηρία αλλά δεν έχουν τελεία. Το πολύ πολύ καμιά άνω τελεία, άντε και κάνα θαυμαστικό.

Δεν τοποθετούνται σε ένα μέρος γιατί όλος ο κόσμος ήταν δικός τους. Κάθε γωνιά ήταν κτήμα του έρωτά τους και στέγη για να προστατευτούν.

Δεν έχουν selfies και μένουν βουβοί μπροστά στα social media. Άντε να χουν 2-3 αποτυπωμένες στιγμές τους κι αυτές αυστηρά δικές τους.
Δεν είχαν ποτέ αρκετό χρόνο. Μια στιγμή ή μια αιωνιότητα, το ίδιο μέτρησε στην κάβα του έρωτά τους.

Χρόνο που δεν το μέτρησαν με κομμένες από το πάθος ανάσες, με ρούχα πεταμένα σε μια γωνιά, ήταν χρόνος χαμένος για εκείνους.

Το άγγιγμά τους ήταν το λάδι στην φωτιά κι η φωτιά δεν έσβησε μεταξύ τους ούτε για μια στιγμή. Ζούσε μέσα στο βλέμμα, στο φιλί, στις άτυπες συμφωνίες που κάνανε φορώντας μια λέξη χαραγμένη κοινά στα σώματά τους.

Μια λέξη κρυφή, μυστική, ανερμήνευτη στα αδιάκριτα μάτια και ακαταλαβίστικη από την κοινή λογική. Μια λέξη που είχε λόγο ύπαρξης μόνο στο δικό τους λεξικό.

Είναι αυτοί οι δυο έρωτες, ο πρώτος κι ο αληθινός, εκείνοι που ζουν χωρίς μέλλον.
Ζουν για το τώρα τους, για την επόμενη ανάσα.

Δε ζητάνε να γίνουν ιστορία, ούτε καν ανάμνηση.

Δε θέλουν να αφήσουν πίσω τους αποδείξεις της ύπαρξής τους.

Δεν κουβαλάνε καμία ματαιοδοξία για την υστεροφημία τους.

Δεν τους ενδιαφέρει το μετά γιατί ξέρουν πως κανείς από τους δυο δεν θα μιλήσει ποτέ γι’αυτό. Ξέρουν πως δεν θα υπάρξουν στην καταγραφή της ιστορίας. Πώς να μιλήσεις για το απόλυτο και ποιος να πιστέψει τα παράλογα που έγιναν λογικά στο βωμό του «θέλω».

Ποιος να δεχθεί τις υπερβολές και τις παρορμήσεις και να τις καταλάβει με τον κοινό νου.

Ποιος μπορεί να μεταφράσει αυτούς τους δυο έρωτες με λέξεις πεζές.

«Δεν είναι και πολύ βαριές οι κούτες αυτές», μου λέει ο μεταφορέας και τον κοιτάω για πρώτη φορά πραγματικά.

«Όχι, τα απομεινάρια των περαστικών έτσι είναι, πόσο βάρος να έχουν;», του λέω κι εκείνος απλά χαμογελάει με κατανόηση.

Με την κατανόηση εκείνου που ξέρει βιωματικά γιατί μιλάς, που έχει περάσει από την ίδια θάλασσα και τώρα μέσα από το χαμόγελό του κερδίζει μια στιγμή για να κάνει την δική του βουτιά στην λήθη.

Έτσι αναγνωρίζονται οι άνθρωποι που έχουν περάσει από την ζωή τους αυτοί οι δυο έρωτες.

Από την σιωπή. 

LoveLetters

Featured Love

Γκρεμός ο έρωτας κι εσύ βουτάς με όλο σου το “είναι”

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Καθόμαστε ο ένας απέναντι από τον άλλο. Παραγγέλνουμε συμπληρώνοντας ο ένας την φράση του άλλου.

Παίρνεις τα μανιτάρια από το πιάτο μου, παίρνω τα κρεμμύδια από το δικό σου. Συγχρονισμένες κινήσεις μιας καλοκουρδισμένης μηχανής.

Περιμένω να μου βάλεις κρασί, όσο βγάζω το λεμόνι από το ποτήρι σου.

Βολεύω τα πόδια μου ανάμεσα στα δικά σου, ακουμπώντας στην καρέκλα σου.

Μου χαϊδεύεις το γόνατο, όχι μηχανικά, όχι ασυναίσθητα. Μπορεί οι κινήσεις μας να είναι συγχρονισμένες, αλλά κρύβουν οικειότητα, όχι ρουτίνα.

 Όχι βέβαια ότι δεν έχουμε συστηθεί και με τη ρουτίνα.

Έχουμε γνωριστεί μαζί της, έχουμε φλερτάρει και πού και πού την αφήνουμε να μείνει λίγο παραπάνω στην ζωή μας. Αλλά όταν αρχίζει να μας ζεσταίνει πολύ η οικειότητα μαζί της, ανασυντασσόμαστε και την αποκόβουμε.

Κοιτάμε ένα ζευγάρι απέναντί μας. Βάζουμε στοιχήματα, αν είναι το πρώτο τους ραντεβού, αν θα κολλήσουν, αν θα ξαναβρεθούν, αν…

«Θυμάσαι πώς ήμασταν εμείς στο πρώτο μας ραντεβού;» με ρωτάς κι αρχίζω να γελάω.

Γελάω με την αμηχανία της αρχής, με το καρδιοχτύπι της συνέχειας, με τις αγωνίες, τις ζήλειες, τους καβγάδες και τα ξανά-σμιξίματα μέσα στο χρόνο.

 Δεν ήμασταν πάντα μια καλοκουρδισμένη μηχανή.

Κάποτε δεν αφήσαμε βάζο και μπιμπελό άσπαστο, μόνο και μόνο γιατί προσπαθούσες να με πείσεις πως δεν φλέρταρες με εκείνη την «ξανθιά κλώσα».

Και σου πήρε κι εσένα χρόνια να συνηθίσεις τι σημαίνουν τα «πέντε λεπτά» στη διάλεκτό μου. Μέχρι να το συνηθίσεις, με άφηνες κι έφευγες, έτσι απλά!

«Και πώς αντέξαμε; Τι άλλαξε;».

«Εμείς αλλάξαμε, όσο περνούσε ο καιρός. Μεγαλώναμε, ωριμάζαμε, μαθαίναμε».

Μαθαίναμε να διαλέγουμε μάχες. Μαθαίναμε να αγνοούμε εκείνα που δεν βαραίνουν στη ζυγαριά της ψυχής μας.

Ξέρουμε πια, πως η ενέργειά μας, δεν είναι ανεξάντλητη. Ξέρουμε πως πρέπει να την αναλώσουμε σε λίγα, σε σημαντικά για εμάς, σε ουσιαστικά. Μάθαμε να μην αναλωνόμαστε στο «φαίνεσθαι» αλλά στο «είναι».

Μάθαμε να διορθώνουμε τα ραγισμένα κομμάτια της ζωής μας, ακόμα και να τα ξανακολλάμε.

Μάθαμε πως είμαστε έτη φωτός μακριά από την τελειότητα και πόσο μάταιο είναι να την επιδιώκουμε, τη στιγμή που το μόνο που θα έπρεπε να μας νοιάζει, είναι να κουμπώνουν οι ανάγκες μας.

Να κουμπώνουν οι ανασφάλειές μου με τη δύναμή σου, οι ατέλειες σου με τις δικές μου και να γίνονται ένα.

Να βάζουμε μέσα στο μείγμα αδυναμίες και λάθη και να τα μετατρέπουμε σε δυνατά πάθη.

Μέχρι να πάρουμε το μάθημά μας, πετάγαμε τα κομμάτια μας στον τοίχο και τα θρυμματίζαμε. Τα κάναμε χίλια κομμάτια και μετά τα πετάγαμε. Δεν προσπαθούσαμε ποτέ να τα ξανακολλήσουμε.

Δεν προσπαθούσαμε ποτέ να τα ενώσουμε και να δούμε την ομορφιά που αφήνουν τα σημάδια.

«Πλήρωσα πολύ ακριβά τη ζωή μου μαζί σου, για να κάνω εκπτώσεις στα θέλω μου» μου εκσφενδόνισες με θυμό σε έναν από τους καβγάδες μας. Και τα «θέλω» σου μου τα πέταγες ένα-ένα στο πρόσωπό μου, σαν να με κατηγορούσες για κάτι που δεν ήξερα.

«Να μην απαιτείς τα θέλω σου, να τα διεκδικείς», σου απάντησα κι εγώ.

“Θέλω”, “απαιτώ”, μπερδεύονται μεταξύ τους και γίνονται ένα.

Κάποτε μπορούσες να απαιτείς τα πάντα. Κάποτε, τότε που ήμασταν κι οι δυο άφθαρτοι και αιχμηροί. Αχρησιμοποίητοι και γυαλιστεροί.

Τα «θέλω» μέσα τους κρύβουν υπομονή, προσμονή, επιθυμία. Ακόμα και ικεσία μπορείς να βρεις μέσα τους, αν ψάξεις βαθιά.

Οι «απαιτήσεις» έχουν εγωισμό. Περηφάνεια, σκληρότητα, ξεκάθαρη και αδιαπραγμάτευτη επιθυμία. Δεν έχει υπομονή, δεν περιμένει, δεν αναλύει, δεν επεξεργάζεται. Στέκεται στο τώρα και δεν το αφορά ούτε το χθες, ούτε το αύριο.

Αυτό αλλάζει τελικά μέσα στο χρόνο.

Οι επιλογές. Οι στιγμές.

Τα ίδια πράγματα θέλουμε, τα ίδια απαιτούμε, τα ίδια επιδιώκουμε, για τα ίδια δίνουμε μάχες, αλλά τώρα είμαστε πιο προετοιμασμένοι.

Αυξομειώνουμε τις εντάσεις την αναμονής, της υπομονής και το κυριότερο, βλέπουμε πιο μακριά.

Βλέπουμε τη λακκούβα, ξέρουμε πώς να την αποφύγουμε κι ακόμα κι αν επιλέξουμε να μην την αποφύγουμε, ξέρουμε πώς θα πέσουμε μέσα. Βουτάμε καλύπτοντας τα ζωτικά μας μέλη.

Άλλωστε, αυτό θα είναι πάντα το μόνο σταθερό.

Όσα σημάδια κι αν κουβαλάει το σώμα σου, όσα ανείπωτα κι αν βαραίνουν την ψυχή σου, ο τρόπος που θα πέσεις μετωπικά πάνω στον έρωτα, θα είναι το μόνο πράγμα που δεν θα αλλάξει ποτέ.

Γιατί ο έρωτας εκείνος ο αληθινός, εκείνος που σαρώνει τα πάντα γύρω του, σε όποια στιγμή κι αν σε βρει, όπου κι αν προσπαθήσεις να κρυφτείς, όσο κι αν προσπαθήσεις να τον αποφύγεις, στο τέλος θα πέσεις πάνω του.

Και τότε θα σε κάνει να ξεχάσεις τα πάντα. Υποσχέσεις, νουθεσίες, μεγάλες κουβέντες, όλα.

Θα σταθείς στην άκρη του γκρεμού και θα βουτήξεις στο κενό χωρίς ζώνη ασφαλείας.

Το μόνο που μπορεί ίσως να έχεις μάθει πια, είναι πως τώρα, μετά από τόσα σημάδια, μετά από τόσες ρωγμές, πριν κάνεις το πρώτο βήμα προς την μετωπική, ξέρεις ήδη το τέλος.

Είσαι υποψιασμένος για τη συνέχεια, πολλές φορές και για την έκβαση της ιστορίας.

Στο τέλος της μέρας, θα σταθείς στην άκρη του γκρεμού και θα βουτήξεις, με όλη σου την δύναμη.

Γιατί αυτό είναι ο έρωτας πριν γίνει οικειότητα, ζεστασιά και δύναμη: Ρίσκο.