Whisper

Θα στο χρωστάω αυτό το “τα λέμε..”

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Σε μια μακρινή, απάνεμη αμμουδιά κάποιοι έδωσαν ραντεβού για μας. 
Παρέα από εκείνες τις παλιές, τις ξένοιαστες. 
Λίγο εσύ, λίγο εγώ, μια αγκαλιά από εκείνες τις δικές μας, τις παλιές, τα είπε όλα κι ας μην ειπώθηκε ούτε λέξη. 

Δεν θέλω τα νέα σου, ούτε τα νέα μου θέλω να σου πω, κανενός τα νέα δεν θέλω να μάθω. Θέλω μόνο να θυμηθούμε εκείνα τα γέλια τα παλιά, τα δυνατά. Να χωρατέψουμε και να πούμε τις πιο βαθιές αλήθειες μας, να κάνουμε τις πιο βαθιές εξομολογήσεις μας, μ’ένα “πλάκα κάνω”. 
Ναι, τα πιο σοβαρά μας, έτσι τα είπαμε εμείς. 
Να αράξουμε πάνω στη λευκή αμμουδιά, να χαζεύουμε το γαλάζιο μπροστά μας και να ξαποστάσουμε. 

Ξέρεις τι μου έχει λείψει; 
Να ανέβουμε σ’εκείνο το σκαρί το πολυκαιρισμένο και να κάνεις τον καπετάνιο. 
Να δώσεις ένα σάλτο, να σηκώσεις τα πανιά κι αντίθετα από τον άνεμο να χαράξεις ρότα. 
Να σε ρωτάω “πού πάμε;” και να μου απαντάς “σε νοιάζει;”

Όχι, ποτέ δεν μ’ένοιαξε μ’εσένα καπετάνιο που πάμε. 
Ούτε και φοβήθηκα, ούτε και με ένοιαξε. 
Και τα μπουρίνια που έβλεπα να μας πλησιάζουν, τα περιγελούσα, σαν να μην μας αφορούσαν. 

Κι όταν ο ουρανός κατέβαινε λίγο ακόμα, σαν να άγγιζε τη θάλασσα, και τα νερά φουσκώναν επικίνδυνα, σε ξαναρώταγα. 

“Είσαι σίγουρος καπετάνιε;”

Και τότε γέλαγες μ’εκείνο το γέλιο σου το πιο βαθύ, που πάντα έκρυβε έναν μικρό λυγμό μέσα και με πείραζες, πως στα ήρεμα και τα ανάλαφρα, δεν είχες καμιά ουσία. Δεν θα ήσουν καπετάνιος. 

Πέρασε ο καιρός, δεν σε έχω ρωτήσει χρόνια τώρα. 

Είσαι σίγουρος καπετάνιε; Θα τον αντέξουμε τον καιρό; 

Αυτό σου έκρυβα πίσω από το γέλιο και την ανεμελιά. Πίσω από τις ξένοιαστες κουβέντες και τα χαλαρά χαμόγελα.  Και ξέρω πως την ένιωσες την ερώτηση κι ας μην την έκανα. 
Ξέρω πως μέτρησες τους φόβους μου έναν έναν κι ας μην τους έδωσα την άδεια να φανερωθούν. 

Πέρασε η ώρα. Τέλειωσαν κι οι κουβέντες, τέλειωσαν και τα γέλια. 

Ώρα να μετρηθούμε και να χαιρετηθούμε. 

Δεν ήμουν ποτέ καλή στους αποχαιρετισμούς, θα στο χρωστάω αυτό το “τα λέμε..”