Tag / στιγμές

Secrets

Στη θάλασσα που σε ονόμασα, δεν θα ναυαγήσω.

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Άτιμο πράγμα αυτό το «This Day», στο Facebook.
Άτιμο πράγμα γιατί σου φέρνει πίσω το «πού», το «πώς» και το «τι» χρόνια πίσω.

Πριν χρόνια, έγραφα λοιπόν, να κοιμηθώ και να ονειρευτώ πως πετάω, πάνω από θάλασσες και βουνοκορφές. Πάνω από λιβάδια και λίμνες. Αυτό θέλω.

Κι αν με ρωτήσεις σήμερα δεν ξέρω να σου πω το γιατί. Το παράξενο όμως είναι πως και σήμερα, το ίδιο θα ήθελα να ονειρευτώ κλείνοντας τα μάτια μου απόψε.

Να ταξιδέψω πάνω από τις αγαπημένες μου θάλασσες.
Να γίνω αέρας από τον Πειραιά και να φτάσω στα Χανιά κι από κει μέχρι την Κέρκυρα και μετά να ξεφύγω λίγο και να βρεθώ στην Γένοβα. Κι ώσπου να πάω από την μια θάλασσα στην άλλη, να καταγράφω στιγμές και να τις χαράσσω για να μείνουν ανεξίτηλες.

Κι άλλες πάλι, να τις πετάξω στα αβαθή της θάλασσας μου για να χαθούν στο σκοτάδι της.

Δεν είναι πως δεν τις αγάπησα αυτές τις στιγμές.
Μην μπερδεύεσαι.
Ακόμα και τις πιο επίπονες από αυτές, τις αγάπησα και τους δόθηκα. Κάθε μια, είναι δικιά μου, κτήμα και ουσία μου.

Μόνο που να, τον πόνο δεν τον μοιράζεσαι.
Και τις στιγμές του πόνου, την διαδρομή από τον πόνο μέχρι την λύτρωση, τον περπάτησα μόνη.
Και λύγιζα, έπεφτα, μάτωνα και ξανασηκωνόμουνα. Μα ήταν δικός μου ο πόνος.
Και τώρα δεν θέλω να τον αφήσω εκτεθειμένο στα μάτια κανενός.

Γι’αυτό τον εμπιστεύομαι στην θάλασσα, να τον κρύψει.

Και μια, μόνο μια θάλασσα, θα την βαφτίσω θάλασσά μου, δικιά μου και θα ξέρεις πως είσαι εσύ.
Μια θάλασσα, μια στιγμή, μια εικόνα, θα είσαι εσύ.
Η θάλασσά μου. Εγωιστικά κι απόλυτα.

Κι όταν τα μάτια θα γεμίσουν από το μπλε και η ψυχή ανοίξει από την μυστήρια ομορφιά της θα τρέξω να γυρίσω τις βουνοκορφές.

Θα κοιτάξω από ψηλά τους ανθρώπους μου έναν έναν.
Θα τους κοιτάξω και θα τους δω να περπατάνε, να ψάχνουν, να αναζητούν, να ζητούν, να κρύβονται και να ξαναβρίσκονται.

Θα τους αφήσω να παίξουν το παιχνίδι τους.
Άλλοτε κρυφτό, άλλοτε κυνηγητό, κι άλλοτε το παιχνίδι της σιωπής.
Δε θα τους ενοχλήσω. Θα τους δώσω το δικαίωμα να αποφασίσουν ποια μάσκα θα διαλέξουν να φορέσουν μπροστά μου.

Θα προσαρμοστώ κι εγώ στο ρόλο που θα μου δώσουν στην ζωή τους.
Θα προβάρω τα λόγια, τα χαμόγελα και θα αφήσω μόνο την ματιά καθαρή και απροβάριστη.

Θα αφήσω να παίξουν εκείνο το παιχνίδι, όπως θέλουν.
Όχι από παθητικότητα, ούτε από αδιαφορία.
Απλά, πολύ απλά, γιατί οι άνθρωποι θέλουν το χρόνο τους και το χώρο τους κι εγώ έμαθα να τους τον δίνω.

Κάποτε απαιτούσα το τώρα.
Τώρα, αναζητώ το όλα, πολύ, χωρίς όρια.
Κι ας μην είναι τώρα.

Κι ας είναι όταν το ραντεβού με το χρόνο και τη μοίρα διασταυρωθεί με το θέλω και το μπορώ.

Δεν θα τους πως ότι τους είδα να προβάρουν ρόλους και μάσκες πετώντας από βουνό σε βουνό.

Θα τους χαμογελάσω και θα τους δώσω το χρόνο τους.

Κι όταν θα ‘χω κουραστεί να είμαι αέρας, θα πάω στην λίμνη μου και θα σταθώ.

Θα σταθώ μέχρι το όνειρο να περάσει και το πρωί ίσως και να μην το θυμάμαι.

Και ακόμα κι αν δεν το θυμάμαι, ξέρω πως θα με έχει τυλίξει με το πείσμα του θέλω και την δύναμη του μπορώ.

Και ψιθυρίζοντας μια καλημέρα, θα σου υποσχεθώ, πως στις θάλασσες που ονειρεύτηκα, την θάλασσα που σε ονόμασα, δεν θα ναυαγήσω.

LoveLetters

Featured Love

Θα μας στοιχειώνει αυτό που δεν τολμήσαμε αγάπη μου!

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Είμαι εγώ που θα σε στοιχειώνω πάντα!
Κι όχι τώρα πια δεν έχεις την επιλογή να μείνεις ή να φύγεις.
Τώρα που με έκανες το φάντασμά σου, τώρα δεν έχεις άλλη επιλογή.

Κάθε στιγμή που θα περνώ από το μυαλό σου, θα σε στοιχειώνω.
Και κάθε στιγμή που δεν θα μπορείς να πεις σε κανέναν πως με σκέφτεσαι ακόμα, πάλι θα σε στοιχειώνω.
Γιατί αυτό που υπήρξαμε εμείς, δεν μπορεί να υπάρχει εκεί έξω.
Δεν μπορούν να καταλάβουν οι πολλοί αυτό το εξωπραγματικό που ζήσαμε εμείς οι δυο.
Και τώρα, τώρα μόνο θα μπορώ να σε στοιχειώνω.
Μέσα από γέλια, δάκρυα, παιχνίδια και σιωπές.
Ειδικά μέσα στις σιωπές.

Γιατί μέσα στις σιωπές εμείς επιβιώσαμε.
Επιβιώσαμε από τον πόνο που μας έκανε ένα.
Ξεπερνάγαμε ένα ένα τα εμπόδια και κερδίζαμε τις στιγμές μας.

Θα σε στοιχειώνω κάθε στιγμή που θα σκέφτεσαι πως υπάρχει πια εκατοστό της ύπαρξής μου που δεν σου ανήκει.
Θα σε στοιχειώνω κάθε στιγμή που θα βλέπεις να περνά σαν αερικό από δίπλα σου κάποια που σε άγγιξε με το ίδιο άρωμα.
Εκείνο που δεν υπάρχει σε κανένα αρωματοπωλείο.
Εκείνο που φτιάχτηκε από μπερδεμένα σώματα και μάχες δίχως έλεος.

Θα σε στοιχειώνω κάθε που θα αναρωτιέσαι γιατί επιλέξαμε το τέλος και δεν πιστέψαμε σε εμάς. Δεν πιστέψαμε σε εμάς, ακούς;

Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε κενά κρεβάτια και αμήχανα διαλείμματα, θα γυρνώ να σε κοιτάξω γιατί ξέρω πως θα αναζητάς τα μάτια μου να σου γελάσουν.

Γιατί κανένα φιλί δεν θα έχει πια την δική μας γεύση.
Αυτή που δεν θα χρειαστεί και να μάθει ποτέ κανείς.
Θα σε στοιχειώνω κάθε φορά που θα αναζητάς το γέλιο μου μέσα από τα αστεία σου που μόνο εγώ καταλάβαινα.

Θα σε στοιχειώνω μέσα από ξεχασμένες λέξεις κι απομεινάρια μιας ζωής που την ζήσαμε όπως εμείς μπορούσαμε.
Κι αν κάθε φορά θέλαμε κι άλλα, αντέχαμε με αυτά που μπορούσαμε.
Αντέχαμε σου λέω..

Και ναι, προσπαθήσαμε πολύ να μην μπλέξουμε.
Προσπαθήσαμε πολύ να μην γίνουμε ένα.
Και θα μας στοιχειώνει για πάντα ένα απλό «ευχαριστώ» που τα ξεκίνησε όλα.

Θα σε στοιχειώνουν τα σημάδια που πια δεν θα αφήνω πάνω σου κι όσο κι αν τα αναζητάς πια δεν θα τα βρίσκεις.
Κι όταν το πείσμα της απόφασης έχει περάσει, όταν όλα έχουν καταλαγιάσει και θα έχουμε ξεχάσει το «γιατί», θα είναι η στιγμή που θα στοιχειώσουμε κι οι δυο σε ένα παρόν που δεν θα αντέχουμε να ζήσουμε.

Κι αν νομίζεις πως θα το ευχαριστηθώ στοιχειώνοντας το σήμερά σου, γελιέσαι ψυχή μου.

Η αλήθεια είναι πως μόνο πόνο θα έχει όλο αυτό.
Γιατί τι νόημα έχει να στοιχειώνει ο ένας τον άλλο όταν απλά θα μπορούσαν να είναι μαζί;
Μαζί, ακούς;

Ποιο το νόημα να προσποιηθούμε ότι ξεχάσαμε, ξεπεράσαμε κι είμαστε πιο δυνατοί από εκείνο που μας χάραξε, αφού εκείνη την στιγμή που τα μάτια θα κλείνουν, θα αναζητάμε ο ένας την μορφή του άλλου.

Κι επειδή εμείς, αποφασίσαμε το εύκολο, το χώρια θα γυρνάμε να στοιχειώνουμε ο ένας τον άλλο. Κι αυτό, θα είναι το καλύτερο που θα έχουμε καταφέρει μιας και σταθήκαμε μικροί μπροστά σ’αυτό που νιώθαμε.

 

Featured Love

Εσύ, σε ποια στιγμή θα πάγωνες το χρόνο σου;

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Αν σου έλεγα πως μπορείς να γυρίσεις το χρόνο πίσω και να παγώσεις την ζωή σου σε μια μόνη στιγμή, ποια θα ήταν;
Αν μπορούσες να σταματήσεις τα βήματά σου λίγο πριν από το σημείο που θα άλλαζε την ζωή σου;
Αν μπορούσες να επιλέξεις μόνο μια στιγμή από τις χιλιάδες που έχεις ζήσει.

Πόσα βήματα θα έκανες; Σε ποια στιγμή θα πάγωνες το χρόνο σου;

Είναι που λες μια στιγμή που νιώθεις πως η ψυχή σου έχει γεμίσει από «όλα».
Είναι εκείνη η μια στιγμή που ο ήλιος λάμπει λίγο πιο πολύ ακόμα και μέσα από τα σύννεφα.
Είναι το χαμόγελό σου λίγο πιο μεγάλο, λίγο πιο φωτεινό.

Αυτό έχεις μόνο. Μια στιγμή.

Μια στιγμή για να την κρατήσεις ανεξίτηλη στο χρόνο. Μια στιγμή για να κρατηθείς πάνω της όταν όλα θα αλλάξουν.

Μπορεί να είναι καλοκαίρι, να είσαι ακόμα ξέγνοιαστη κι ανέμελη. Να μετράς την ζωή με ανθρώπους κι όχι με προδοσίες.
Ίσως και να μυρίζεις αντηλιακό καρύδα.
Να έχεις ακούσει το πρώτο «σ’αγαπώ» της ζωής σου και να το έχεις μοιραστεί με την φίλη της ζωής σου.
Ναι, ακριβώς εκείνη την στιγμή, ο ουρανός σου δεν έχει ούτε ένα σύννεφο!

Δεν έχει λέξεις η στιγμή αυτή.

Έχει όμως ήχο, οσμή και αίσθηση.

Δεν έχει λόγια γιατί τα λόγια έχουν ήδη ειπωθεί κι αυτά που έρχονται δεν θες να τα ακούσεις.

Φυλάκισε σε κάθε κύτταρό σου την μυρωδιά και τον ήχο.
Θα σου χρειαστούν!

Θα σου χρειαστούν όταν θα θες να ξεχάσεις τα πάντα και να κρατήσεις μόνο εκείνη την μια στιγμή.

Την στιγμή που είχες τα πάντα.
Την στιγμή που ένιωθες τα πάντα.
Την στιγμή που μπορείς να την περιγράψεις χωρίς να βάλεις μέσα το «αλλά».
Την στιγμή που η μνήμη ήταν φίλη κολλητή σου κι όχι ο χειρότερος εφιάλτης σου.

Γιατί μετά από εκείνη την στιγμή, ξεκινάει η ζωή σου.

Η δεύτερη ζωή σου. Η ζωή που έρχεται μόλις συνειδητοποιήσεις πως έχεις μόνο μια ευκαιρία για να ζήσεις.

Μην γελιέσαι, όσο κι αν προσπαθήσεις να μείνεις «εκείνο» το παιδί, είναι αδύνατον.

Μέσα σε ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών, όλα έχουν αλλάξει.
Και πιο πολύ, έχεις αλλάξει εσύ

Κλείσε τα μάτια, ξαναζήσε την στιγμή.

Εκείνη τη μία στιγμή που η ευτυχία είναι κύκλος και μέσα της χορεύεις σε έναν ξέφρενο ρυθμό.

Εκείνη τη μία στιγμή, που τίποτα γύρω σου δεν είναι παράταιρο.
Τίποτα δεν σου λείπει και τίποτα δεν περισσεύει.

Αυτή τη στιγμή, κράτα την σαν το πιο πολύτιμο φυλαχτό σου.
Γιατί θα ξημερώσει μια μέρα, που θα παρακαλάς με όλη σου τη δύναμη να μπορούσες να γύρναγες εκεί, μα δεν θα μπορείς.

Και το μόνο που θα έχεις θα είναι αυτή τη στιγμή.
Και μια μνήμη που θα γίνει ο χειρότερος εχθρός σου.

LoveLetters

Classics Secrets

Εκείνοι οι άνθρωποι με το πειραγμένο “κράμα” στην ψυχή τους!

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Στάσου μια στιγμή και άκουσέ με.
Περίμενε.
Πριν πεις την επόμενη κουβέντα σου θα με ακούσεις.
Και μετά πες ότι θες.

Εμένα που με βλέπεις απέναντί σου, δεν υπήρξα ποτέ μισή.
Κι όσες φορές έσπασα, με ξανακόλλησα κομμάτι κομμάτι χωρίς να αφήσω κενά.
Ρωγμές δεκάδες και σημάδια ακόμα περισσότερα.
Μα κενά όχι.
Ότι βλέπεις από την εικόνα μου είναι ατόφιο.

Όχι τέλειο, όχι ιδανικό, όχι αλάνθαστο.
Ατόφιο.
Δεν έχω τίποτα κούφιο, τίποτα σάπιο.
Ατόφια τα λάθη μου, ατόφια τα πάθη μου.
Ατόφια τα μικρά και τα μεγάλα μου εγκλήματα.
Όλα δικά μου. Η περιουσία και η κληρονομιά μου!

Κι αν δεν υπήρξα ποτέ μισή δεν φταίω εγώ να ξέρεις.
Δεν θυμάμαι να είχα την επιλογή κάποιος να με «συμπληρώσει».
Δεν είμαι συμβατό κράμα μου είπαν.
Δεν τηρώ τις προδιαγραφές του συνηθισμένου μου είπαν.
Είμαι πειραγμένο κράμα τους είπα λίγο πριν φύγω, μη διαχειρίσιμο. 

Κι αν σήμερα με βρήκες απέναντί σου να σε κοιτάω στα μάτια και να περιμένω μια σου λέξη δεν είναι γιατί την έχω ανάγκη.
Είμαι πολύ «γεμάτη» για να ζητιανεύω λέξεις από ανάγκη.
Είναι γιατί σε χρειάζομαι.
Την ξέρεις τη διαφορά;

Δεν σε έχω ανάγκη για να ζήσω.
Δεν σε έχω ανάγκη για να με προσδιορίσεις.
Δεν σε έχω ανάγκη για να είμαι καλά.
Δεν σε έχω ανάγκη για να αναπνέω.
Δεν σε έχω ανάγκη για να κάνω πουτάνα την ζωή μου.

Όλα αυτά, τα κάνω μια ζωή κι από μόνη μου και τα κάνω και καλά.

Σε χρειάζομαι γιατί είσαι η επιλογή μου.
Σε χρειάζομαι γιατί μπροστά σου άφησα κατάχαμα την στολή μου και άφησα να δεις σημάδια, ρωγμές, σπασίματα από το παρελθόν.
Φόβους και σκοτάδια.
Κι όχι μόνο σε άφησα να τα δεις. Σε άφησα και να τα αγγίξεις.
Και κάποια που πόναγαν, κι εκείνα εκτεθειμένα στα μάτια σου τα άφησα.
Γιατί άκου να δεις τώρα.
Εγώ, εσένα, σε εμπιστεύομαι.
Εγώ, εσένα, δεν σε θέλω να με συμπληρώσεις και να με κάνεις ολόκληρη.
Όχι. Είμαι ολόκληρη.
Εγώ, εσένα, σε θέλω γιατί ανάμεσα σε δεκάδες, εμπιστεύτηκα την ψυχή σου.
Γιατί το σκοτάδι της, βρήκε κομμάτια στο δικό μου.
Γιατί στα μάτια μου, το ντόμπρος, γράφει το όνομά σου.
Όποιο κι αν είναι αυτό το όνομα, δεν έχει σημασία.
Σημασία έχει το πώς σε λέω εγώ.
Σημασία έχει πως ανάμεσα σε όλα τα τίποτα, εσύ είσαι «κάτι».
Σημασία έχει πως δεν προέκυψες, είσαι επιλογή.
Σημασία έχει πως ανάμεσα σε όλες τις άλλες επιλογές, εσύ, είσαι η ολόδικιά μου.
Όχι η σωστή, όχι η τέλεια, όχι η ιδανική.
Η δικιά μου επιλογή.
Που δεν σε έχω ανάγκη για να ζήσω, αλλά ζω για να σε έχω.
Και τώρα που ξέρεις, πες ότι θες.

Uncategorized

Χτίσε με τα παιδιά σου μια ζωή γεμάτη αναμνήσεις

Η αγάπη είναι η μνήμη. Οι αναμνήσεις που συλλέγονται σε ένα νοερό άλμπουμ, η μία πίσω από την άλλη και ξεπετάγονται ολοζώντανες σε κάθε τους ανάκληση.

Η αγάπη είναι η θύμηση. Κι όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο πιο πολλά θυμάσαι.

Θυμάσαι τον ήχο που έκανε το στόμα του όταν πρωτοθήλασε. Το πρώτο χαμόγελο, φαφούτικο και σαλιωμένο. Την πρώτη βόλτα: φορούσε τα μικροσκοπικά ρουχαλάκια του και κοιτούσε από το καρότσι τον καινούργιο κόσμο. Κι εσύ ήσουν εκεί και προσπαθούσες να δεις τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Και τα θυμάσαι όλα: τα δέντρα που υψώνονταν προς πάνω, τα σύννεφα που πήγαιναν και ερχόντουσαν, σχεδόν χορευτικά, στον ουρανό’ εκείνη την μέρα ήταν τόσο γαλάζιος που σε πονούσε η ομορφιά του.

Θυμάσαι τη μέρα που περπάτησε κυνηγώντας μία πεταλούδα στο πάρκο. Ή τη μέρα που πάτησε για πρώτη φορά το κουμπί της τηλεόρασης- τι γέλια έκανε… Τη μέρα που φόρεσε πρώτη φορά αθλητικά’ καμάρωνε κοιτώντας τα και μετά έβγαλε το ένα και το δάγκωσε, γιατί έβγαζε δόντια και πονούσε.

Όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο πιο έξυπνη γίνεται η μνήμη.

Κάθεται και θυμάται λεπτομέρειες η μνήμη. Το τραγούδι που χόρεψες αγκαλιά με το μωρό’ ήταν ένα φωνακλάδικο ροκ και εκείνο σκιρτούσε ενθουσιασμένο μέσα στα μπράτσα σου. Εκείνο το πρώτο καλοκαίρι που είδε τη θάλασσα’ δεν περπατούσε καν, του κρατούσες τα χέρια, άφηνες τα πόδια του να αγγίξουν το νερό και εκείνο ξεφώνιζε ξετρελαμένο. Μετά καθίσατε μαζί στην άμμο, μοιραστήκατε ένα μπισκότο, μισό στο δικό του στόμα και μισό στο δικό σου και όταν το μπισκότο τέλειωσε, το στόμα σου ακούμπησε το δικό του. Και θυμάσαι και τα γύρω- γύρω, τις εικόνες που στόλιζαν εκείνη τη στιγμή. Τον ήλιο που βουτούσε στο βασίλεμά του και έσβηνε πίσω από τη θάλασσα, το αλμυρίκι που σας κοιτούσε πίσω από την πλάτη σας, τις πέτρες που γυάλιζαν βρεγμένες ολόγυρά του. Μετά, έβαλε μία πέτρα στο στόμα και κατατρόμαξες. Και το μάλωσες, και μετά εκείνο έκλαψε, και μετά το αγκάλιασες και εκείνο χαμογέλασε.

Θυμάσαι τα παραμύθια που του διάβαζες, δίπλα του, κάτω από το πάπλωμα, και καμιά φορά πηδούσες σελίδες αλλά εκείνο δεν ξεγελιόταν και σε έβαζε να ξαναδιαβάσεις από την αρχή. Θυμάσαι εκείνες τις νύχτες, το γλυκό φως από το λαμπατέρ που σε έκανε κι εσένα να νυστάζεις, τη μυρωδιά από τις φρεσκοπλυμένες πιτζάμες του, τον ανάλαφρο τρόπο που έκλειναν τα βλέφαρά του όταν το έπιανε ο ύπνος. Ευχόσουν να κοιμηθεί, να κοιμηθεί επιτέλους, κι όταν τελικά κοιμόταν, σου έλειπε τόσο πολύ…

Θυμάσαι τη μυρωδιά από τοστ τα πρωινά, το στόμα του που μύριζε νύστα, το πρώτο ρούχο που έβαλε για να πάει σχολείο, κι εκείνη την τσάντα με τα λαγουδάκια που κρεμόταν στην πλάτη του όταν μπήκε για πρώτη φορά στην αυλή του νηπιαγωγείου. Θυμάσαι το σώμα του να σχίζει το νερό της πισίνας στο κολυμβητήριο, και σε κάθε βουτιά να αγωνιάς, να σταματάς να αναπνέεις ώσπου να δεις το κεφάλι του να αναδύεται στην επιφάνεια. Θυμάσαι τον πρώτο αγώνα μπάσκετ, έπαιξε μόνο τρία λεπτά, δεν έβαλε κανένα καλάθι, αλλά τι δυνατές φαινόταν οι γάμπες του μέσα από τις μακριές τις κάλτσες… Θυμάσαι που του ‘μαθες την προπαίδεια τραγουδιστά για να μην την ξεχάσει: « Τέσσερις- τέσσερις δεκάξι κι η μύτη σου θα πετάξει…» Ή την άλλη τη φορά, στις εξετάσεις, που έμαθες απ’ έξω την ιστορία, κρατώντας το βιβλίο μέχρι τα ξημερώματα. Είδατε μαζί την ανατολή, κι όλα φαινόταν φρέσκα, σαν να μην τα είχες ξαναζήσει, και μετά σου είπε: « Κάνε μου ένα φραπέ..» και εσύ είπες μέσα σου: « Θεέ μου, πότε έφτασε να πίνει καφέ, σαν χθες ήταν που έπινε μόνο γάλα».

Θυμάσαι την φορά που αγόρασες το βιβλίο αστρονομίας, και κοιτούσες μαζί του τους πλανήτες και τις μαύρες τρύπες, και μάθαινες μαζί του τα μυστικά του σύμπαντος, και πως η Αφροδίτη δεν είναι καθόλου όμορφη από κοντά, όλο φωτιές και κρατήρες και όλο σύννεφα από θειϊκό οξύ και τότε γύρισε και σε ρώτησε: « Πόσο μ’ αγαπάς;» και εσύ απάντησες: « Σε αγαπώ με όλη τη δύναμη που κρύβουν όλοι οι γαλαξίες μαζί…» και ήταν το πιο ποιητικό πράγμα που έχεις πει στη ζωή σου.

Να φτιάχνεις κοινές αναμνήσεις. Αυτό είναι αγάπη. Να μεγαλώνει δίπλα σου και η μνήμη σου να φωτογραφίζει το κάθε λεπτό της ζωής του. Να θυμάσαι το μαύρο φούτερ που έβαλε στο πρώτο ραντεβού, το υπερβολικό άρωμα που ψέκασε πάνω του για να της κάνει εντύπωση, το ύφος που είχε όταν γύρισε σπίτι. Να θυμάσαι εκείνον τον πυρετό που κράτησε μερόνυχτα, αντιπυρετικά και κομπρέσες στο μέτωπο και αγωνία στο δικό σου κεφάλι και προσευχές στο στόμα σου άηχες. Να θυμάσαι πως όταν συνήλθε και σε είδε αναμαλλιασμένη και άυπνη, σου είπε: « Χάλια είναι τα μαλλιά σου, πρέπει να πας κομμωτήριο» και εσύ γέλασες με την καρδιά σου που είχε συνέλθει τόσο ώστε να προσέχει τα χάλια σου.

Η αγάπη είναι μνήμες.
Η αγάπη απαιτεί να θυμάσαι.

Απαιτεί να θυμάσαι εκείνο το βράδυ στο εξοχικό, στην ταράτσα, με τις Περσείδες να αυλακώνουν τον ουρανό, με τις πολύχρωμες ουρές τους να αφήνουν πίσω την τροχιά τους, χωμένοι μέχρι το λαιμό σε κουβέρτες κατάχαμα. Ο ουρανός ερχόταν καταπάνω σας, τα πεφταστέρια φτάνανε στα χέρια σας, τα κεφάλια σας ήταν δίπλα – δίπλα. Όλα τα θυμάσαι.

«Τι ευχή έκανες;» σε ρώτησε.

« Να έχουμε υγεία για να φτιάχνουμε αναμνήσεις» απάντησες. Και γύρισε και φίλησε το μάγουλό σου και είπε: « Αχ, βρε μαμά…». Και θυμάσαι πως αυτό ήταν το πιο ποιητικό πράγμα που έχεις ακούσει στη ζωή σου.

Αγάπη είναι οι κοινές αναμνήσεις.

Πολλές πολλές αναμνήσεις, η μία δίπλα στην άλλη που κάνουν μία συνέχεια, ένα κομπολόϊ αγάπης. Όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο πιο πολλά θυμάσαι, τόσο πιο πολλά λαχταράς να νιώσεις για να θυμηθείς…. Να μεγαλώνει δίπλα σου και να διψάς να καταγράψεις τις στιγμές του. Αυτό είναι αγάπη. Είναι η μνήμη που δεν θέλει ποτέ της να χορτάσει…

Γράφει η Γιώτα Στεφάνου

Πηγή