Category / Classics

Classics Featured Love

Έρωτας είναι οι ανομολόγητοι ψίθυροι στο σκοτάδι

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Ακολουθώ ξανά την ίδια πορεία. 
Μια ματιά, σε γνωρίζω.
Πριν σε μάθω, σε αγαπώ.
Σε ερωτεύομαι χωρίς καν να σε ξέρω. 
Με κερδίζεις, δεν με παραχωρώ.
Με κερδίζεις, με αφήνω.
Σε φοράω πάνω μου.
Σε κουβαλάω μέσα μου.
Σε ραίνω με το άρωμά μου για να σε βρίσκω στα σκοτάδια. 
Αφήνω σημάδια πάνω σου για να θυμάσαι πως πέρασα.
Σε ανεβάζω ψηλά, στο πιο ψηλό βάθρο.
Σε λατρεύω.
Σε αποθεώνω.
Σε κοιτώ να λάμπεις εκεί και μια σκιά περνά στιγμιαία.
Την αγνοώ αλλά ξέρω.
Είναι το ανικανοποίητο.
Η δίψα που υπάρχει ακόμα.
Μισό από κάτι, λίγο από κάτι άλλο, και το βλέμμα σου
κι αυτό πια είναι μισό.
Αναζητάς το υπόλοιπο από το μισό.
Το παραπάνω από το λίγο.
Αναζητάς να ξεδιψάσεις.
Νιώθω την αναζήτησή σου στις πηγές. 
Αυτό εδώ πια είναι πιο λίγο από το λίγο σου.
Δεν σου αρκεί.
Δεν μου αρκεί.
Σε γκρεμίζω.
Σε κοιτάω χωρίς λέξεις.
Σε αποκαθηλώνω. 
Σε ξέρω πια κι ας είναι αργά.
Με ξέρεις πια και μπορούμε να αρχίσουμε ν’αρχίσουμε να γράφουμε την ιστορία από την αρχή.
Μπορούμε να πιστέψουμε πια στις λέξεις.
Σε εκείνες που χρησιμοποιήσαμε άλλοτε για να κρύψουμε, άλλοτε για να φανερώσουμε, άλλοτε για να εξομολογηθούμε και σπάνια, πολύ σπάνια, για να ψιθυρίσουμε εκείνα τα ανομολόγητα ..

LoveLetters

Classics Secrets

Εκείνοι οι άνθρωποι με το πειραγμένο “κράμα” στην ψυχή τους!

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Στάσου μια στιγμή και άκουσέ με.
Περίμενε.
Πριν πεις την επόμενη κουβέντα σου θα με ακούσεις.
Και μετά πες ότι θες.

Εμένα που με βλέπεις απέναντί σου, δεν υπήρξα ποτέ μισή.
Κι όσες φορές έσπασα, με ξανακόλλησα κομμάτι κομμάτι χωρίς να αφήσω κενά.
Ρωγμές δεκάδες και σημάδια ακόμα περισσότερα.
Μα κενά όχι.
Ότι βλέπεις από την εικόνα μου είναι ατόφιο.

Όχι τέλειο, όχι ιδανικό, όχι αλάνθαστο.
Ατόφιο.
Δεν έχω τίποτα κούφιο, τίποτα σάπιο.
Ατόφια τα λάθη μου, ατόφια τα πάθη μου.
Ατόφια τα μικρά και τα μεγάλα μου εγκλήματα.
Όλα δικά μου. Η περιουσία και η κληρονομιά μου!

Κι αν δεν υπήρξα ποτέ μισή δεν φταίω εγώ να ξέρεις.
Δεν θυμάμαι να είχα την επιλογή κάποιος να με «συμπληρώσει».
Δεν είμαι συμβατό κράμα μου είπαν.
Δεν τηρώ τις προδιαγραφές του συνηθισμένου μου είπαν.
Είμαι πειραγμένο κράμα τους είπα λίγο πριν φύγω, μη διαχειρίσιμο. 

Κι αν σήμερα με βρήκες απέναντί σου να σε κοιτάω στα μάτια και να περιμένω μια σου λέξη δεν είναι γιατί την έχω ανάγκη.
Είμαι πολύ «γεμάτη» για να ζητιανεύω λέξεις από ανάγκη.
Είναι γιατί σε χρειάζομαι.
Την ξέρεις τη διαφορά;

Δεν σε έχω ανάγκη για να ζήσω.
Δεν σε έχω ανάγκη για να με προσδιορίσεις.
Δεν σε έχω ανάγκη για να είμαι καλά.
Δεν σε έχω ανάγκη για να αναπνέω.
Δεν σε έχω ανάγκη για να κάνω πουτάνα την ζωή μου.

Όλα αυτά, τα κάνω μια ζωή κι από μόνη μου και τα κάνω και καλά.

Σε χρειάζομαι γιατί είσαι η επιλογή μου.
Σε χρειάζομαι γιατί μπροστά σου άφησα κατάχαμα την στολή μου και άφησα να δεις σημάδια, ρωγμές, σπασίματα από το παρελθόν.
Φόβους και σκοτάδια.
Κι όχι μόνο σε άφησα να τα δεις. Σε άφησα και να τα αγγίξεις.
Και κάποια που πόναγαν, κι εκείνα εκτεθειμένα στα μάτια σου τα άφησα.
Γιατί άκου να δεις τώρα.
Εγώ, εσένα, σε εμπιστεύομαι.
Εγώ, εσένα, δεν σε θέλω να με συμπληρώσεις και να με κάνεις ολόκληρη.
Όχι. Είμαι ολόκληρη.
Εγώ, εσένα, σε θέλω γιατί ανάμεσα σε δεκάδες, εμπιστεύτηκα την ψυχή σου.
Γιατί το σκοτάδι της, βρήκε κομμάτια στο δικό μου.
Γιατί στα μάτια μου, το ντόμπρος, γράφει το όνομά σου.
Όποιο κι αν είναι αυτό το όνομα, δεν έχει σημασία.
Σημασία έχει το πώς σε λέω εγώ.
Σημασία έχει πως ανάμεσα σε όλα τα τίποτα, εσύ είσαι «κάτι».
Σημασία έχει πως δεν προέκυψες, είσαι επιλογή.
Σημασία έχει πως ανάμεσα σε όλες τις άλλες επιλογές, εσύ, είσαι η ολόδικιά μου.
Όχι η σωστή, όχι η τέλεια, όχι η ιδανική.
Η δικιά μου επιλογή.
Που δεν σε έχω ανάγκη για να ζήσω, αλλά ζω για να σε έχω.
Και τώρα που ξέρεις, πες ότι θες.

Classics Featured Love

Ο έρωτας δεν σβήνει. Μόνο καίγεται.

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Εκεί που την ψάχνεις δεν θα την βρεις.
Δεν έφυγε, αλλά δεν έμεινε κι εκεί που την άφησες.
Παράξενο πλάσμα, δεν την όρισε ποτέ το πρέπει και η ανάγκη.
Σκληρό περίβλημα, να μην σπάει εύκολα και να προστατεύει το μέσα.
Εκείνο το μέσα, λίγοι το είδαν, λιγότεροι το άγγιξαν.
Επιλογή της.

Μην την ψάχνεις λοιπόν εκεί που νομίζεις πως την άφησες.
Τι πίστευες πως όσο εσύ ξεμάκραινες άλλο τόσο θα έφευγε κι εκείνη;
Μπα.. εκείνη έμεινε..
Έμεινε γιατί δεν είχε λόγο να φύγει.

Χίλια μέρη και άλλοι τόσοι άνθρωποι την περίμεναν να ταξιδέψει στις ζωές τους μόνο που εκείνη επέλεγε να μένει.

Μαγική λέξη η επιλογή.
Είναι από μόνη της μια ιστορία ανείπωτη.
Μια ιστορία που θα την μάθεις όταν πια θα είναι παρελθόν.
Έχει αρχή και τέλος.
Δεν είναι γενική κι αόριστη.

Επιλέγει να μείνει γιατί ξέρει πως σαν θα φύγει, πίσω της θα κάψει τις γέφυρες.
Θα χαλάσει τους δρόμους και θα διαγράψει τα μονοπάτια.
Όχι για να μην γυρίσει εκείνη.
Για να μην μπορεί κανείς να την βρει.

Δεν θα ψάξει να σε βρει ούτε κι εκείνη.
Δεν θα ψάξει όμως να σε αντικαταστήσει, ούτε και θα σε αναζητήσει σε άλλους.
Δεν ψάχνει αντικαταστάτη. Δεν γουστάρει τα υποκατάστατα.
Δεν είναι διαθέσιμη κι όταν γίνει.. τότε θα ανήκει και πάλι στον εαυτό της.

Ξέρεις γιατί;
Αναρωτήθηκες ποτέ;
Γιατί δεν σε είχε ανάγκη ποτέ.
Δεν σε χρειαζόταν στην ζωή της.
Δεν σε άφησε να κατακτήσεις τον κόσμο της για να τον κάνεις καλύτερο, ευκολότερο ή ομορφότερο.
Σε άφησε να λεηλατήσεις τα πάντα της γιατί εκείνη γινόταν καλύτερη μέσα από τα μάτια σου.

Σε έκανε επιλογή της και σε ονόμασε έρωτα.
Ξόδεψε χρόνο και σου χάρισε χώρο. Πάνω από όλα, σπατάλησε το μέσα της.
Τίποτα από αυτά δεν της περίσσευαν, γι’αυτό στα έδωσε με τόση γενναιοδωρία.

Κάποτε την ρώτησες, τι σου περισσεύει να μου δώσεις;

Κι εκείνη σου παρέδωσε την αλήθεια της δεν περιμένω ποτέ να έχω περίσσευμα για να δώσω.

Κι αυτό ακριβώς έκανε.
Σου έδωσε από εκείνα που δεν της περίσσευαν. Κι αυτό την γέμιζε ακόμα περισσότερο.

Αυτό ήταν ο έρωτας για εκείνη.
Το μαζί από κάτι που δεν περίσσευε σε κανέναν από τους δυο.
Το μαζί που αφορούσε μόνο δυο.
Ο κόσμος όλος να νομίζει κι εκείνοι μόνο να ξέρουν.

Μια ένοχη συνομωσία σε έναν ήχο μυστικό, παραδομένο σε μια φωτιά που καίει.
Μια φωτιά που δεν έσβησε ποτέ.
Στην ίδια φωτιά που θα την ακολουθήσει όταν αποφασίσει να ξεμακρύνει και να κάψει τις γέφυρες πίσω της.

Γιατί μάτια μου, η φωτιά, μόνο με φωτιά σβήνει στο τέλος!

LoveLetters

Classics Featured Love

Για πού το βαλες πάλι ρε γαμώτο;

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

«Ήθελα να ‘ξερα πού χάνεσαι κάθε φορά που τσακωνόμαστε. Να ‘ξερα μόνο πού πηγαίνεις.»

Κάθε καβγάς η ίδια κατάληξη τον τελευταίο καιρό.

Εγώ, να φεύγω κι εκείνος να φωνάζει για την τελευταία κουβέντα που δεν πρόλαβε ακόμα να πει κι εγώ να έχω ήδη κλείσει την πόρτα πίσω μου.

Άλλος ένας καβγάς. Άλλος ένας σωρός από λέξεις κακώς ειπωμένες και από σιωπές που θάφτηκαν. Κάθε θαμμένη σιωπή και μια ανάσα που δεν παίρνω. Κάθε καβγάς και μια ακόμα δυσφορία.

Κι εγώ να πατάω γκάζι και να κάνω άλλη μια φορά την ίδια διαδρομή. Να στέκομαι εκεί, στο καταφύγιό μου. Στο σημείο μηδέν, δανεικό από έναν έρωτα φευγάτο και περαστικό που μπήκε και βγήκε από τη ζωή μου μέσα σε μερικούς μήνες.

Ένα μέρος ξεχασμένο από τους θεούς, ψηλά να βλέπει την θάλασσα να απλώνεται κι οι άνθρωποι μικρές κουκκίδες.

Λίγες στιγμές και πολλές ανάσες μετά, τα δάκρυα φεύγουν από μόνα τους. Κυλάνε αυτά, καμία προσπάθεια να τα συγκρατήσω εγώ. Κι ώσπου να βρω τη γαλήνη μου, ήχος μηχανής.

Χαμογελάω ειρωνικά και επικαλούμαι τον Murfy που παίζει με την μοίρα μου ακόμα μια φορά.

Τον ξέρω αυτόν τον ήχο. Δεν χρειάζεται να γυρίσω να κοιτάξω. Εκείνος είναι, ο πρώτος έρωτας ο περαστικός και ο φευγάτος που πέρασε και άφησε όλα τα σημάδια του πάνω μου.

«Νόμιζα πως δεν θυμόμουνα το δρόμο.»

«Τον βρήκα τυχαία.»

Δεν γυρνάω να τον δω. Σκανάρω για λίγο την εικόνα μου. Φόρμα, πιασμένα μαλλιά ψηλά, μάτια κλαμένα, οκ νίκησε!

«Από ποιον κρύβεσαι πάλι;»

«Από κανέναν. Ήθελα απλά να δω την πόλη από ψηλά.»

«Έλα, πες μου. Ποιόν άμοιρο άνθρωπο βασανίζεις πάλι;»

Και σαν να με χτύπησε κεραυνός, γυρνάω κι αρχίζω να του εκτοξεύω λέξεις.

Λέξεις θυμωμένες, με το «εγώ» να έχει τον πρώτο λόγο.

Κι εκείνος χαμογελάει. Το θυμάμαι αυτό το χαμόγελό του. Κάθε φορά που ήξερε πως θα θύμωνα, πιο πολύ από πριν, είχε αυτό ακριβώς το χαμόγελο. Κάθε φορά που ήξερε πως θα με πονέσει.

«Κοριτσάκι, γιατί τον βασανίζεις τον άνθρωπο. Αφού σου έχει τελειώσει. Όταν είσαι ερωτευμένη, έστω όταν θες τον άλλο, ξέρουμε καλά κι οι δυο πως η κατάληξη ενός έντονου καβγά, είναι ένα εντονότερο πήδημα. Όταν φεύγεις, σημαίνει πως έχεις τελειώσει αλλά δεν αφήνεις ούτε τον εγωισμό, ούτε την ψωροπερηφάνια σου στην άκρη για να το παραδεχτείς.»

Σουρουπώνει και τα φώτα κάνουν τα πάντα πιο ήρεμα και πιο σκοτεινά.

«Μην βασανίζεις τους ανθρώπους. Ζεις με μια βαλίτσα έτοιμη στην άκρη του δωματίου σου, δήθεν για ώρα ανάγκης και έχεις πάντα την τσάντα σου δίπλα στην πόρτα. Το αυτοκίνητό σου έχει πάντα βενζίνη κι όλα αυτά τα βαφτίζεις ψυχαναγκασμούς για να σε αφήνουμε ήσυχη.

Δεν δένεσαι με τους ανθρώπους, γιατί δεν σου αρέσουν οι ρίζες. Δεν έχεις ρίζες πουθενά. Ερωτεύεσαι για λίγο όχι τους ανθρώπους αλλά τον έρωτα, την διαδικασία και μετά από λίγο βαριέσαι. Και για να καλύψεις το πόσο βαριέσαι αρχίζεις και γίνεσαι απαραίτητη στον άλλο. Μπαίνεις στην ζωή του, στην καθημερινότητά του, την φτιάχνεις στα μέτρα σου κι εκείνος σε εμπιστεύεται και σε αφήνει. Δεν ξέρει όμως. Και μόλις βαρεθείς κι αυτό το ρόλο, σου φταίνε όλα. Κι όσο πιο ανεκτικός είναι ο άλλος, τόσο πιο απαράδεκτη γίνεσαι εσύ.»

Γυρνάω και τον κοιτάω. Δεν έχει μέσα του κακία. Δεν ψάχνει να εκδικηθεί μέσα από τις λέξεις. Είναι ήρεμος σαν να έχει προβάρει αυτό το μονόπρακτο τόσες φορές που το έχει μάθει απ’έξω, μόνο και μόνο για να το έχει έτοιμο για την στιγμή που η μοίρα θα μας φέρει απέναντι τον ένα από τον άλλο.

«Το ξέρεις καλά πως δεν ερωτεύτηκες ποτέ κανέναν. Είσαι ανάπηρη να ερωτευτείς. Ερωτεύεσαι το μπακάλη, το μανάβη, τον σερβιτόρο, μέχρι που βαριέσαι.»

Σιωπή. Κι από τους δυο η ίδια σιωπή. Μπαίνω στην αγκαλιά του και νιώθω στον λαιμό μου τις ανάσες μου. Μπορεί να μην τον βλέπω, αλλά νιώθω τις λέξεις του μια μια.

«Ναι, αλλά από εμάς, έφυγες εσύ», του λέω ψιθυριστά

«Ναι, εγώ έφυγα.»

«Γιατί;»

«Γιατί άλλαξες θέση στην βαλίτσα, την έβαλες κάτω από το κρεβάτι, την σκέπασες. Και οι καβγάδες αραίωσαν και δεν είχες πια την ανάγκη να λες την τελευταία κουβέντα. Όταν ο καβγάς δεν έχει την τελευταία λέξη σου και δεν τελειώνει πάνω στο κρεβάτι, έχεις ήδη φύγει. Εγώ απλά σου έδειξα την πόρτα τότε.»

Δεν αλλάξαμε άλλη κουβέντα. Ούτε ματιά, ούτε φιλί. Ένα σφίξιμο ανεπαίσθητο πριν ξεκουμπώσει η αγκαλιά. Έφυγα πρώτη. Άλλωστε καταφύγιο δανεικό ήταν.

Είχα ξεχάσει πόση ώρα έλειπα. Δεν είχα όρεξη να σκεφτώ τίποτα, να πω τίποτα, να δικαιολογήσω τίποτα.

Πήρα την βαλίτσα, την από καιρό έτοιμη βαλίτσα στην άκρη του δωματίου, έκλεισα την πόρτα πίσω μου κι έφυγα.

Ζωή χωρίς ρίζες, ελεύθερη και μόνη.

Classics Featured Love

Η νύχτα μετράει τις αντοχές μου κι εσύ δεν είσαι εδώ

«Έφυγες τη στιγμή που σου ‘χα αφεθεί, που είχα αφεθεί..» τραγουδάει η Γαλάνη κι εγώ οδηγώ στο πουθενά. Δεν έχω προορισμό, δεν ξέρω σε ποιο σημείο βρίσκομαι.

Λίγο πριν ήμουνα στα χέρια σου. Λίγο πριν ένιωθα κάθε κύτταρό μου ζωντανό και την ζωή του την έδινες εσύ.

Εσύ που μπήκες και σάρωσες το μέσα μου. Εσύ που ήρθες απρόσκλητος και έπεσες πάνω μου σε μετωπική με κομμένα φρένα. Κι εγώ αντιστάθηκα. Σου είπα όχι, σου έφερα χίλιους λόγους να μην κι εσύ επέμενες.

Το timing είναι η δικαιολογία των δειλών μου έλεγες κι εγώ έκλεινα τα μάτια κι έψαχνα κάθε ικμάδα δύναμης για να κρατήσω το όχι μου. Τη δύναμη να μείνω αμετακίνητη στην θέση μου. Στην ασφάλεια της στιγμής μου.

Εγώ σου κραύγαζα λέξεις κι εσύ μου ψιθύριζες έρωτες. Εγώ σου άρθρωνα φράσεις κι εσύ μου έκλεινες το στόμα με φιλιά.

Όχι εκείνα τα ξενέρωτα, ούτε καν τα λογοτεχνικά τα ευγενικά, εκείνα τα άλλα, εκείνα που χάνεσαι μέσα τους και θυμίζουν μικρό πόλεμο επιβίωσης. Εκείνα που αντί να σε αφήσουν ξέπνοο σου δίνουν την δύναμη της επικράτησης.

Κι όταν η ματαιότητα της αντίστασης ήταν ορατή και για στους δυο μας, με κράτησες από το χέρι και μου είπες το πιο μεγάλο ψέμα.

«Μαζί»

Και πάνω σε αυτό το «μαζί» χορέψαμε χορούς ερωτικούς νύχτες ολόκληρες.

Νύχτες αξημέρωτες σε ιδρωμένα σεντόνια και τσαλακωμένα μαξιλάρια. Νύχτες που περάσανε με κλειστά κινητά για να μην παρεμβάλει κανείς μέσα στην στιγμή μας. Νύχτες που το μόνο που είχε σημασία ήταν το πόσο γρήγορα θα φτάναμε ο ένας τον άλλο στα όρια του.

Τα μάτια έκαναν δηλώσεις και το κορμί έδινε τις εντολές. Αν δεν με άγγιζες δεν υπήρχα κι αν δε σε ένιωθα, δεν ανέπνεα. Ζητούσα την αγκαλιά σου κι οι ώρες χωρίς εσένα υπήρχαν μόνο για να μετράω το χρόνο να κλείσω την πόρτα πίσω μας.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, μέχρι εκείνο το φιλί, μέχρι εκείνο τον έρωτα.

Το ένιωσα από το πρώτο άγγιγμα. Ήταν καυτό, διαφορετικό και το φιλί σου δεν με διεκδικούσε, δεν προσπαθούσε να μου επιβληθεί. Ήξερες πως με έχεις, πως με έχεις κερδίσει. Ήμουν πια κεκτημένο σου. Κάθε άγγιγμά σου έμοιαζε σα να προσπαθούσες να μου αφήσεις σημάδια.

Όχι, δεν το προσπαθούσες, αυτό έκανες.

Μου άφηνες σημάδια πάνω μου σαν να χαρτογραφούσες την ιδιοκτησία σου. Χαμηλά στο λαιμό μου, γύρω από το στήθος μου, κοντά στον αφαλό, μικρές μελανιές απόρροια των χαδιών σου, αποστάλαγμα των φιλιών σου.

Κι όταν ήρθε η κορύφωση, εκείνο το δευτερόλεπτο που όλα είναι τόσο έντονα που γίνονται εκτυφλωτικά είδα στα μάτια σου το τέλος.

Κουλουριάστηκα πάνω σου κι άρχισαμε να μπλέκουμε τα δάχτυλά μας. Σα να κάναμε επίκληση στους θεούς του έρωτα και του θανάτου να μας ενώσουν εκείνη τη στιγμή.

Να μην μας αφήσουν άλλο να βασανιζόμαστε σε δυο σώματα. Να μην υπάρξει η επόμενη στιγμή.

Μου ψιθύριζες λέξεις ξανά. Λέξεις που δεν είχαν νόημα. Δεν σε ακούω. Προσπαθώ να φυλακίσω την αίσθησή σου, να αιχμαλωτίσω την ανατριχίλα μου όταν με αγγίζεις, το χάδι σου, την μυρωδιά μου πάνω σου.

Κλείνεις τα μάτια κι αποκοιμιέσαι, προσποιούμαι κι εγώ πως κοιμάμαι μέχρι το σώμα σου να χαλαρώσει. Κι όταν αφήνεσαι πια, σε κοιτάζω να χαμογελάς αμέριμνος σαν πολεμιστής που κατέκτησε την μάχη και σήμερα.

Σου δίνω ένα φιλί απαλό ίσα ίσα να μην σε ξυπνήσει, φοράω το φούτερ σου, το λάφυρό μου και φεύγω.

Δεν ξέρω πού πάω μακριά σου. Πονάω ήδη μέσα μου από το κενό της αγκαλιάς σου.

Τα χείλια μου σαν να μαράθηκαν και τσούζουν. Πατάω γκάζι στο πουθενά και αγνοώ την οθόνη του κινητού που αναβοσβήνει με το όνομά σου.

Έγινα κεκτημένο σου κι έφυγα, πριν γίνω δεδομένο. 

«Τώρα η νύχτα μετράει την αντοχή μου, δεν είσαι εδώ..»

Classics Secrets

Πριν την χαρακτηρίσεις σκέψου μήπως απλά δεν την έχεις καταλάβει!

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

«Περπατάει κάποιος πλάι σου κι είναι σαν να ισορροπεί πάνω στον πάγο και δεν ξέρει πότε θα ακούσει το κρακ.
Πολλές φορές δεν το ακούει καν. Το συνειδητοποιεί όταν είναι αργά. Όταν εσύ έχεις φύγει κι εκείνος σε βλέπει να φεύγεις.
Ακόμα κι η ανάσα του άλλου μπορεί να σε κάνει να αλλάξεις, ν’ αγριέψεις, να κλειστείς.»

Τα θυμάται τα λόγια του.
Τα θυμάται ακόμα κι ας είναι σχεδόν τρία χρόνια που πέρασαν. Μπορεί να μην άγγιξε τίποτα μέσα της, ήξερε όμως να την διαβάζει καλύτερα από τον καθένα.
Ήταν μια Πέμπτη απόγευμα.
Ένα φωτεινό απόγευμα που όσο κι αν προσπάθησε το φως δεν μπήκε από τις χαραμάδες.

Δύσκολη, δύστροπη, απαιτητική, κυκλοθυμική, απρόβλεπτη, αλλοπρόσαλλη, όλα αυτά που τα άκουγε τόσα χρόνια και γέλαγε. Τα αναπαρήγαγε κι εκείνη για να μην χρειαστεί να πει ηλίθιους εκείνους που κρατάγανε τα ταμπελάκια αυτά.

Η αλήθεια (της) ήταν πολύ πιο απλή.
Ήξερε να παίζει το παιχνίδι του άλλου. Να το κάνει δικό της και στο τέλος να τον κερδίζει σε αυτό. Μόνο που αυτό που δεν ήξερε ο άλλος είναι πως μέσα της παρακάλαγε να χάσει. Ήθελε να το χάσει το παιχνίδι. Να έχει πέσει έξω, να έχει κάνει λάθος. Να μπορεί κάποιος να της αντιγυρίσει πως τον μέτρησε λάθος.

Κι όσο το κέρδιζε το παιχνίδι, τόσο μάθαινε να διακρίνει τα βλέμματα.
Τις λέξεις που δεν χρειαζόντουσαν να ειπωθούν για να διαπιστώσει το ψέμα.
Τις κινήσεις που δεν χρειαζόταν να γίνουν.

Κι απλά ξεμάκραινε. Έφευγε.
Νικήτρια άλλη μια φορά.
Χαμένη άλλη μια φορά.

Κι όταν την επευφημούσαν για το δαιμόνιο ένστικτό της και την εξυπνάδα της, εκείνη χαμογέλαγε γιατί ήξερε πως δεν είχε κανένα ένστικτο και φυσικά δεν ήταν πιο έξυπνη από τους άλλους.

Έδινε απλά σημασία στους ανθρώπους. Τους άκουγε πραγματικά. Τους κοίταγε στα μάτια. Έψαχνε τις ρωγμές τους και τα σημάδια τους. Τους έδινε το χρόνο της. Τους χάριζε από τις στιγμές της. Κι έτσι μπορούσε να ξέρει τις αλήθειες, τα ψέματα, τις δικαιολογίες, όλα.

Δεν είχε ένστικτο, ούτε παραπάνω μυαλό.
Απλά ήξερε να δίνει.
Χρόνο, χώρο, εαυτό.

Κι οι άλλοι…

Άλλοι γίνονταν άπληστοι και ζήταγαν κι άλλο. Κι αν το έκαναν στα ίσα, εκείνη τους τα έδινε όλα. Ακόμα κι εκείνα που δεν άξιζαν. Μα προτιμούσαν την πονηριά.
Άλλοι απαιτούσαν την αποκλειστικότητα όχι για εκείνη αλλά γιατί δεν ήθελαν «κόσμο» στα πόδια τους.
Άλλοι άπλωναν τα ψέματά τους και τα έκαναν χαλί για να πατήσει.
Υπήρξαν όμως κι άλλοι που πήραν τον χρόνο της και τον έκαναν στιγμές και γέλιο και σιωπές και δάκρυα.
Μπήκαν στον χώρο της και βρήκαν τις ρωγμές. Όχι, δεν άρχισαν να επιδιορθώνουν.
Δεν θα μπορούσαν άλλωστε. Όμως πήγαν κι έβαλαν ένα σάλι εκεί στις ρωγμές για να μην γρατζουνιούνται από τους τυχαίους, τους περαστικούς, τους άπληστους και τ’ αρπακτικά.
Κι όταν έφτασαν στον εαυτό της. Την είχαν ήδη κερδίσει.
Κι εκείνη ήταν τόσο χαρούμενη που είχε χάσει.

Όσο για τους άλλους, τους άφηνε να λένε για εκείνη τα παραμύθια, τους μύθους, τις αλήθειες που δεν είχαν καταλάβει κι όταν συνειδητοποιούσαν το «κρακ» εκείνη ήταν τόσο μακριά που δεν μπορούσε καν να τους δει.

Γι’αυτό πριν βιαστείς να την χαρακτηρίσεις.. σκέψου λίγο καλύτερα μήπως όσο νομίζεις πως την παίζεις, εκείνη σε έχει ήδη παίξει, σ’ έχει κερδίσει και πάει παρακάτω!

 

Classics Featured Love

Πόλεμος ο έρωτας κι εγώ σε χρίζω νικητή…

Κλείνεις το κινητό και μπαίνεις στην πτήση σου.
Σε ζηλεύω σου λέω και το εννοώ. Αλήθεια ζηλεύω αυτή την πτήση. Την όποια πτήση.

Σαν ψυχοθεραπεία λειτουργούσε πάντα μέσα μου εκείνη η στιγμή που έκλειναν οι ασφάλειες στην πόρτα του αεροπλάνου.
Ασφάλιζαν οι πόρτες, απασφάλιζαν τα σιωπηλά του μέσα μου.
Κλείνω τα μάτια και μας βλέπω σαν κομμάτι μιας ταινίας. Απογειωνόμαστε και το κενό στο στομάχι πάντα ίδιο. Και το χέρι σου, το ψάχνω. Δεν θέλω άλλο. Θέλω εσένα. Τώρα το ξέρω.

Πατάω στα ίδια βήματα, ακολουθώ την ίδια πορεία. Μπορώ να αλλάξω τώρα, το ξέρω, όλα γίνονται με επεξεργασία, κι όμως δεν αλλάζω.
Με μια ματιά σε αναγνωρίζω. Δεν σε γνωρίζω, απλά αναγνωρίζω την ύπαρξή σου ανάμεσα στους πολλούς.
Δεν σου ζητάω να σε μάθω. Σε αγαπάω ήδη, με μπούσουλα το άγνωστο.
Μύθος πως είναι δύσκολη η αγάπη. Εύκολη είναι. Την έχουμε μέσα μας ακόμα κι αν είναι θαμμένη βαθιά. Ακόμα κι όταν μπερδεύεται με το νοιάξιμο, το ενδιαφέρον.

Ο έρωτας είναι το δύσκολο. Εκείνος είναι η παγίδα.
Και στα δύσκολα έχουμε δώσει κι οι δυο τις εξετάσεις μας. Δεν έχει σημασία αν έχουμε επιτύχει ή αποτύχει. Σημασία έχει πως έχουμε επιβιώσει.
Κι εκεί, επιβίωσης και αντοχής γωνία, μετωπική με τον έρωτα.
Μετωπική με ανυπολόγιστες ζημιές και συνέπειες.
Και τι έγινε;;
Τίποτα δεν με νοιάζει. Τίποτα δεν σε νοιάζει.
Με χαρίζω και με αφήνω. Με παραδίδω. Απλά.
Σε φοράω μέσα μου, σε κουβαλάω πάνω μου, σου φοράω το άρωμά μου για να μπορώ να μην σε χάνω στα βαθιά σκοτάδια.

Κι οι μάχες μας χωρίς έλεος. Χωρίς σταματημό.
Έρωτας ο πόλεμος, πόλεμος ο έρωτας κι εγώ σε χρίζω νικητή.
Θέλω να είσαι ο νικητής. Δεν σου αρκεί.
Δεν το θες. Με κερδίζεις. Δεν σου αρκεί να σε ανεβάσω στο βάθρο μου.
Το θες δικό σου. Το διεκδικείς.
Κι εγώ πια σου ανήκω.

Σου παραδίδω το βάθρο να ανέβεις, να θριαμβεύσεις.
Σε λατρεύω, σε αποθεώνω, σου δίνω τη λάμψη όλη δική σου. Δεν κρατάω για μένα.
Εμένα με θρέφει η σκιά. Η σκιά σου.

Ξέρω πως το σκοτάδι σου είναι πιο ειλικρινές από το φως σου.
Εκεί φωτίζεις ότι θες. Εγώ κρατάω τις σκιές σου. Αυτές αποδέχομαι κι αυτές αναζητώ.
Ξέρω ακόμα και να τις διαβάσω και να τις αποκωδικοποιήσω.
Ξέρω τις αλήθειες τους και τις αγνοώ. Επιλέγω να τις αγνοώ.
Είναι η αίσθηση του ανολοκλήρωτου, του ανικανοποίητου.
Είναι η δίψα που δεν έχει ακόμα περάσει. Είναι το μισό.
Μισό από το όλο σου. Μισό από εσένα. Μισό από το κάτι και λίγο από το τίποτα.

Λίγο από το βλέμμα σου, τίποτα από την ουσία σου.

Δεν αναζητώ να σε ολοκληρώσω. Δεν αναζητάς το άλλο σου μισό. Δεν θέλω να κουμπώσουμε, δεν θέλω να γίνουμε ένα. Θέλω να είμαστε δυο ατελή, μισά κομμάτια, που προσπαθούν μέσα στο χρόνο να αμβλύνουν τις γωνίες τους, να στρογγυλέψουν τις στιγμές τους και να φτιάξουν τα δυο κομμάτια συμβατά, βιώσιμα.
Δεν είναι εύκολη η διαδρομή. Έχει στροφές και γωνίες που πονάνε. Πέτρες που κόβουν τα πόδια. Και τώρα δεν μας αρκεί τίποτα.
Γινόμαστε αχόρταγοι και τα ζητάμε όλα.
Κι όταν δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, γκρεμίζουμε τα πάντα.
Σε γκρεμίζω, σε αποκαθηλώνω μέσα μου, σε κοιτάω χωρίς άλλες λέξεις.

Τώρα εσύ πρέπει να μιλήσεις. Τώρα εσύ πρέπει να δώσεις. Τώρα εσύ πρέπει να μας κρατήσεις.
Τώρα σε ξέρω. Τώρα με ξέρεις. Τώρα τα ξέρουμε όλα.
Τώρα μπορούμε να τα φτιάξουμε όλα από την αρχή. Να κρατήσουμε μικρές πετρούλες από τα γκρεμίδια μας για να μας θυμίζει το παρελθόν και να το ενσωματώσουμε στο σήμερα. Στο τώρα.
Τώρα οι λέξεις έχουν νόημα, έχουν ουσία, έχουν πραγματικότητα.
Τώρα η πτήση τελειώνει. Έχει αρχίσει η κάθοδος.
Κι όσο κατεβαίνει το αεροπλάνο, φτάνω ξανά κοντά στην γη.
Κλείνω ασφάλειες, ασφαλίζω σκέψεις να μην ξεμυτίσουν χωρίς να τους το επιτρέψω.

Η αλήθεια του ταξιδιού τελειώνει.
Κι όμως, τα μάτια μου σε αναζητούν στον προορισμό.
Ίσως κάποια ασφάλεια δεν κατέβηκε. Ίσως δεν κρύφτηκαν όλες οι αλήθειες.
Ίσως, ίσως τελικά αυτό το ταξίδι να πέτυχε το στόχο του και να κατέβουμε μαζί, να μην έχω αφήσει το χέρι σου φτάνοντας.
Ίσως, να πρόλαβες να ακούσεις τους ψιθύρους και να κατάλαβες τι σήμαιναν.

Έτσι κι αλλιώς… τα ήξερα όλα… κι όμως ήρθα να σε βρω!

Classics Featured Love

Η πιο πικρή γεύση, είναι αυτή της απογοήτευσης

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Ακολουθώ ξανά την ίδια πορεία.
Μια ματιά, σε γνωρίζω.
Πριν σε μάθω, σε αγαπώ.
Σε ερωτεύομαι χωρίς καν να σε ξέρω.

Με χαρίζω και με αφήνω.
Σε φοράω πάνω μου.
Σε κουβαλάω μέσα μου.
Σε ραίνω με το άρωμά μου για να σε βρίσκω στα σκοτάδια.

Αφήνω σημάδια πάνω σου για να θυμάσαι πως πέρασα.
Σε ανεβάζω ψηλά, στο πιο ψηλό βάθρο.
Το κέρδισες με κάθε ψέμα σου που ήξερα πως είναι ψέμα και το δεχόμουν για αλήθεια.
Σε λατρεύω.
Σε αποθεώνω.
Σε κοιτώ να λάμπεις εκεί και μια σκιά περνά στιγμιαία.

Την αγνοώ αλλά ξέρω.
Είναι το ανικανοποίητο.
Η δίψα που υπάρχει ακόμα.
Μισό από κάτι, λίγο από κάτι άλλο, και το βλέμμα σου,
κι αυτό πια είναι μισό.

Αναζητάς το υπόλοιπο από το μισό.
Το παραπάνω από το λίγο.
Αναζητάς να ξεδιψάσεις.
Νιώθω την αναζήτησή σου στις πηγές.

Αυτό εδώ πια είναι πιο λίγο από το λίγο σου.
Δεν σου αρκεί.
Δεν μου αρκεί.
Ήρθε η ώρα.
Κοιτάω τα ψέματα ένα ένα και τους χαμογελώ.

Και σε εσένα χαμογελώ μα μην γελιέσαι, τίποτα δεν είναι ίδιο.
Τώρα δεν αγνοώ τίποτα.
Τώρα τα κοιτάω όλα κατάματα.
Κι εσένα.

Αποδόμησης και απογοήτευσης γωνία στέκομαι και σε κοιτώ.
Σε κοιτάω χωρίς λέξεις.
Στέκω στην γωνιά μου.
Λυπάμαι, δική μου είναι.
Την έχασες. Με έχασες.
Σε ξέρω πια κι ας είναι αργά.

Με ξέρεις πια και μπορούμε να αρχίσουμε ν’αρχίσουμε να γράφουμε την ιστορία από την αρχή.
Μαζί ή χώρια.
Μαζί ή μόνοι.
Μαζί ή μόνη.
Μόνη.

LoveLetters

Classics Featured Love

Μήπως θυμήθηκες να κάνεις κάτι και για σένα;

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Ένα από τα πιο σοκαριστικά πράγματα που αντιμετώπισα στην ζωή μου, ήταν η μέρα που ο οργανισμός μου αποφάσισε να μου πει εκείνα που οι φίλοι δεν έλεγαν ή που κι αν τα έλεγαν τους αγνοούσα. Ήταν η μέρα που οι διακόπτες του οργανισμού έκλεισαν και με ανάγκασαν σε «χαλαρούς ρυθμούς» θέλοντας και μη.

Και τώρα, μια Παρασκευή κατηφορίζω στα μέρη μου τα παλιά, τα ξεχασμένα από τις υποχρεώσεις και τα πρέπει των πολλαπλών ρόλων.

Είναι άτιμο πράγμα ο οργανισμός. Κλείνει διακόπτες και σε αποδομεί από όλους σου τους ρόλους, από όλους σου τους «εαυτούς» και κυρίως από αυτό που έχεις βαφτίσει εσύ το είναι σου, το μαγικό Supergirl!

Βαφτίσαμε τους εαυτούς μας Supergirls και βάλαμε και την ανάλογη στολή και μάσκα για κάθε «αποστολή» που αναλαμβάναμε.

Και κάποια στιγμή, όταν η ζωή μας μοίραζε ρόλους, εμείς φορέσαμε τον πιο άπληστο εαυτό μας και τους διαλέξαμε όλους.

Πρώτους, δεύτερους, όλοι οι ρόλοι δικοί μας, μέχρι που κάποια στιγμή γίναμε ανθυποκομπάρσοι του ίδιου του έργου μας.

Και ποιον ρόλο δεν διαλέξαμε, σύζυγος, ερωμένη, μάνα, αδερφή, φίλη, μαγείρισσα, ζαχαροπλάστρια, εργαζόμενη (ή εργασιομανής καλύτερα) και ό,τι άλλο περίσσευε.

Όταν δε, κάποιος κακομοίρης τολμάει να ξεστομίσει κανένα «μήπως θες βοήθεια;» εκείνο το «μπορώ» το κραυγάζουμε πιο δυνατά κι από το αέρααααα στον πόλεμο!

Κάπως έτσι κλείνουν οι διακόπτες και τα μπορώ λιγοστεύουν. Τώρα, δεν μπορείς. Τώρα κάνεις αυτό που σου επιτάσσει ο οργανισμός σου. Και κάπως έτσι, μέσα στο κρύο και στο χιόνι που ποτέ δεν ήρθε στον Πειραιά, βρέθηκα στο φάρο μου. Κοιτώντας το iPad, άρχισα να βλέπω παλιές σημειώσεις κι έπεσα και σε εκείνη τη σελίδα στο Facebook που τόσο με είχε κάνει να γελάσω. «Husband for rent» έλεγε ο διαφημιζόμενος!

Μπήκα ξανά στην σελίδα του αυτή τη φορά λιγότερο ανάλαφρα και περισσότερο σκεφτική.

Ο τυπάκος λοιπόν, θεωρεί τα ηλεκτρολογικά, τα υδραυλικά και τις μικροεργασίες του σπιτιού «συζυγική δουλειά» και νοικιάζει τις υπηρεσίες του με την ώρα.

Στην αρχή όλο αυτό μου είχε φανεί σχετικά αστείο, οριακά γελοίο και με αυτή τη διάθεση το είχαμε σχολιάσει διάφοροι γύρω γύρω.

Τώρα όμως, μια μέρα που το μυαλό αποτοξινώνεται από τις ατελείωτες υποχρεώσεις και όλα τα κοιτάω με πιο αργούς και καθαρούς ρυθμούς, το βλέπω διαφορετικά και χωρίς ίχνος αστείου.

Μου φαίνεται μάλλον τραγικό να θεωρεί ένας άνθρωπος τις μικροδουλειές του σπιτιού «συζυγικές εργασίες».

Κι αν αυτές είναι οι συζυγικές εργασίες, τότε η συντροφικότητα, τα ταξίδια, η παρέα, τα παιδιά, ο έρωτας, οι καβγάδες, ακόμα και ο χωρισμός, τι είναι;

Πέσαμε μόνες μας στην λούπα που φτιάξαμε και μάλιστα με εντυπωσιακό τρόπο.

Μέσα σε όλα τα «μπορώ» που κραυγάσαμε προκειμένου να μην μας αφαιρέσει κανείς την ιδιότητα της ανεξάρτητης και της χειραφετημένης γκόμενας, γίναμε εξαντλημένες καρικατούρες που ψάχνουμε να βρούμε τρόπο να προσθέσουμε ώρες μέσα στο 24ωρο.

Να σου πω ένα μυστικό;

Ίσως και να είναι το ένα πράγμα που δεν μπορείς!

Αντί λοιπόν να σε περιγελάει διαφήμιση τύπου «husband for rent», στάσου μια στιγμή και σκέψου! Παίξε tetris με τις σκέψεις σου και τοποθέτησέ τις με άλλο τρόπο! Όλα (ή σχεδόν όλα) μπορείς να τα κάνεις αλλά δε χρειάζεται να τα κάνεις εσύ!

Ίσως κανείς να μην μπορεί να τα κάνει τόσο καλά όσο εσύ, γιατί δεν έχετε τους ίδιους ψυχαναγκασμούς. Όμως πολλοί άνθρωποι γύρω σου, μπορούν να κάνουν αυτό που κάνεις.

Όσο προσπαθείς να αποδεικνύεις ότι μπορείς, αυτοαναιρείς τις δυνατότητές σου γιατί αποδείξεις δίνουμε για ό,τι αμφισβητείται. Τα προφανή, δεν τα αποδεικνύουμε. Τα προφανή, τα ζούμε.

Πάρε ανάσες και δεν θέλω να σε πληγώσω, αλλά η γη, θα συνεχίσει να γυρνάει και χωρίς εσένα

Επίσης τα παιδιά σου δεν θα αποκτήσουν παιδικά τραύματα αν την τούρτα τους την παραγγείλεις στο ζαχαροπλαστείο και δεν κάτσεις μόνη σου να φτιάξεις όλα τα Angry Birds στην σειρά, στην δουλειά σου δεν θα γίνει καμιά καταστροφή αν φύγεις μια φορά πριν νυχτώσει, οι φίλοι σου όλο και κάποιον ηλεκτρολόγο θα ξέρουν να σου συστήσουν για να σου φτιάξει τη λάμπα και το να ζητήσεις «βοήθεια», δεν είναι προσβολή!

Κι όταν τα σκεφτείς όλα αυτά, θα καταλάβεις γιατί η Παρασκευή σου δε θα κλείσει ποτέ ωραιότερα από το να κατέβεις μια βόλτα σε κάποιο παλιό αγαπημένο στέκι, να τα πεις χαλαρά με φίλους, να θυμηθείς, να γελάσεις και να αδειάσεις από όλα τα σκουπίδια της ζωής.

Super girls, do cry, κι αυτή είναι τελικά η γοητεία τους!

Πηγή

Classics Featured Love

Πού πάει η αγάπη όταν τελειώνει;

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Πού πάει αγάπη όταν χάνεται;

Κρύβεται σε μια γωνιά και κλαίει;

Μπαίνει μέσα σε ένα σκοτεινό ντουλάπι και κουλουριάζεται;

Όχι. Στην δική μου ιστορία, όταν η αγάπη χάνεται, τελειώνει, πάει σε ένα μέρος ηλιόλουστο και λαμπερό και κάνει party! Χορεύει mambo και πίνει Sangria.

Μαζεύει τις βαλίτσες της και τις γεμίζει με αναμνήσεις, στιγμές και σχολαστικά φυλαγμένα λόγια και αρχίζει το ταξίδι της για ένα μέρος τόσο μαγικό όσο και η χώρα του Ποτέ – Ποτέ. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να λέγεται αυτό το μέρος, ξέρω όμως πως μυρίζει γιασεμί και γαρδένια και τα βράδια γεμίζει με κεριά βανίλια τον περίγυρο.

Κι η αίσθηση που έχει η αγάπη όταν φεύγει;

Σαν να χώνεσαι μέσα σε χλιαρό νερό. Ούτε κρύο για να ξυπνήσει όλες τις αισθήσεις σου, ούτε ζεστό για να σε πνίξει. Είναι η αίσθηση του χλιαρού που σου ξυπνάει μέσα σου την ηρεμία και την οικειότητα.

Γιατί αυτό συμβαίνει όταν η αγάπη τελειώνει. Σου μένει η οικειότητα, η ηρεμία, το νοιάξιμο, το ενδιαφέρον. Κι αυτό είναι το τέλος της διαδρομής.

Για να φτάσεις σε αυτό το τέλος, υπάρχουν δρόμοι που θα τους περπατήσεις και θα ματώσεις. Θα τους περπατήσεις χωρίς να ξέρεις αν θα είναι στρωμένοι με άσφαλτο ή θα είναι ξεχασμένα κακοτράχαλα δρομάκια γεμάτα χαλίκια.

Κι όσο περπατάς προς το τέλος, υπάρχει πάντα ένα χαλικάκι που θα μπει μέσα στο παπούτσι σου και θα σε πονάει. Είναι σαν τις αναμνήσεις, όταν προσπαθείς να κρατήσεις μια αγάπη ζωντανή.

Δεν μπορείς. Όταν εξαντληθεί η αγάπη δεν ξαναγεμίζει. Δεν είναι έρωτας να ξαναγεννηθεί. Η αγάπη μοιράζεται, σκορπιέται κι αν είναι αρκετή, λιγοστεύει μα δεν τελειώνει.

Αν όμως σε κάποια σημεία της διαδρομής σκορπίστηκε παραπάνω, αν δόθηκε απλόχερα χωρίς να κοιτάξεις ποτέ το «αποθεματικό», τότε υπάρχει περίπτωση και να τελειώσει. Μην με κοιτάς με αυτά τα μάτια τα θυμωμένα.

Προτιμώ ένα τέλος από μια συμβιβασμένη ψευδαίσθηση.

Δεν μπορώ να μείνω επειδή σε νοιάζομαι. Δεν μπορώ να μείνω επειδή σε αγάπησα για πολύ ή για λίγο, δεν έχει σημασία. Δεν πρέπει να μείνω επειδή δε φτάσαμε μαζί στην γραμμή του τερματισμού.

Ένα από τα πολλά σημάδια μιας αγάπης είναι να περπατάς πλάι πλάι. Ούτε να τρέχω εγώ, ούτε να με περιμένεις εσύ. Η αγάπη οφείλει να βιώνεται αβίαστα, ήρεμα, χαλαρά.

Η αγάπη δεν μπορεί να νικιέται ποτέ κι από τίποτα. Ούτε από την καθημερινότητα, ούτε από την ρουτίνα. Ούτε από προβλήματα ούτε από χαμένες μάχες. Η αγάπη από μόνη της είναι ένας κερδισμένος πόλεμος.

Κι αν σου τελείωσε, δεν πειράζει. Μην ντροπιάζεις την αγάπη με ενοχές. Δεν τις πρέπουν. Η αγάπη είναι περήφανη, ασυμβίβαστη, αγέρωχη.

Δεν έχει μέσα της την τρέλα του έρωτα. Δεν έχει μέσα της πείσμα και εγώ. Η αγάπη από μόνη της, κουβαλάει βαθιά αξιοπρέπεια. Δεν πέφτει στα πατώματα, δεν εκδικείται, δεν διεκδικεί. Είναι μια αρχόντισσα, που δεν υποτάσσεται και δεν γονατίζει. Αυτή είναι η αγάπη.

Κι όσο κι αν με αγαπάς. Κι όσο κι αν στεκόμαστε απόψε απέναντι ο ένας από τον άλλο και το βλέμμα σου ακόμα δεν έχει μαλακώσει.

Κι όσο κι αν εκείνο το πετραδάκι μου έχει ματώσει το πόδι, προτιμώ να φύγω όρθια έστω και κουτσαίνοντας παρά να συμβιβάσω την αγάπη που μοιραστήκαμε. Κι εσύ, όταν ο καιρός περάσει και καταλάβεις, θα μπορέσεις να στείλεις και την δικιά σου αγάπη στο μέρος χωρίς όνομα.

Θα την περιμένουν πολλά «χαμένα» αισθήματα να χορέψουν, να πιουν, να θυμηθούν και να γελάσουν.

Γιατί η αγάπη φιλαράκο, υπάρχει μόνο όταν συνυπάρχει.

Αλλιώς φτιάχνει βαλίτσες και αποχωρεί!

LoveLetters