Tag / χωρισμός

Passion Secrets

Ανθρωπάκια είμαστε κι οι δυο που δεν τολμήσαμε.

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Είναι εκείνη η στιγμή, που την έχεις παίξει στο μυαλό σου χίλιες φορές. Βράδια ολόκληρα έχεις περάσει να σκηνοθετείς την κάθε λεπτομέρεια, την κάθε λέξη. Μόνο που τώρα δεν είσαι εσύ ο σκηνοθέτης, ούτε καν ο πρωταγωνιστής. Κομπάρσος στην ίδια σου την ταινία με σκηνοθέτη τη μοίρα, το κισμέτ όπως άρεσε και στους δυο να το λέμε.

Ο ένας απέναντι από τον άλλο και μέσα σε λίγες στιγμές πρέπει να αποφασίσουμε τι είμαστε. Είμαστε πρώην και θα γελάσουμε ευγενικά; Είμαστε φαντάσματα και θα προσπαθήσουμε να δραπετεύσουμε; Είμαστε άγνωστοι και θα τους αφήσουμε να μας συστήσουν; Αποφάσισε. Ναι, αυτό σου ζητάω. Αποφάσισε! Εσύ, όχι εγώ. Δώσε μου το ρυθμό και θα ακολουθήσω. Πες μου αν θα χορέψουμε ένα παλιακό blues, ένα ερωτικό ταγκό ή το χορό της φωτιάς λίγο πριν τα κάνουμε όλα αποκαΐδια. Σε περιμένω, δεν έχουμε χρόνο, κάθε βήμα μικραίνει την απόσταση. Γκρεμίζει το τείχος που τόσο προσεκτικά χτίζαμε.

Μας συστήνουν. Το πρόσωπο παίρνει μορφή μειδιάματος και το άγγιγμα ηλεκτρίζει. Τα μάτια χορεύουν ήδη γύρω από την φωτιά και πετάνε μέσα τις στιγμές. Κάψε το πρώτο φιλί στην Ωκεανίδα, κάψε και το πρώτο ταξίδι, εκείνο το ξαφνικό. Κάψε τις αγκαλιές, τις νύχτες που τα σεντόνια μούσκευαν από ιδρώτα και σταγόνες έρωτα. Τώρα η ένταση της μουσικής ανεβαίνει, ο χορός γίνεται έντονος κι η φωτιά αχόρταγη. Θέλει να τα πάρει όλα, να τα κλείσει μέσα στις φλόγες της όλα.

Κι εγώ πάνω στην στροφή του τίποτα, ανοίγω τα χέρια μου και τα πετάω όλα μέσα. Όνειρα, παράπονα, πόθους, πόνους, ελπίδες κι ένα «μαζί» χαραγμένο μέσα μου βαθιά. Ο άνθρωπός μου, ο άνθρωπός σου. Μαλακίες. Ανθρωπάκια είμαστε κι οι δυο που δεν τολμήσαμε. Δεν τολμήσαμε να ρισκάρουμε τίποτα από την βολή μας. Τα θέλω σου, τα θέλω μου και στην μέση έννοιες ιερές που τις βρώμιζε ο εγωισμός μας. «Ή τώρα ή ποτέ» μου δήλωσες εκείνο το ξημέρωμα πριν μου δώσεις το τελευταίο φιλί. Κι εγώ σε εκείνο το φιλί προσπάθησα να πάρω και την τελευταία σου ανάσα. Εγώ ήξερα πως ήταν το τελευταίο. Εσύ χαμογέλασες αυτάρεσκα, σαν να είχες κερδίσει κι αυτή τη μικρή μάχη μέσα στον πόλεμο του έρωτά μας.

«Κάνε ένα βήμα πίσω» σου ζήτησα όταν πια μπορούσα να μιλήσω. «Γιατί; Σε πνίγω;» με ρώτησες έχοντας ακόμα το χαμόγελο της άγνοιας στο πρόσωπό σου. «Όχι, θέλω να σε δω έτσι λίγο από απόσταση. Θέλω να δω τα σημάδια σου, τις αμυχές σου, τις πληγές σου.» «Γιατί;» με ρωτάς και το χαμόγελό σου έχει αρχίσει να σβήνει. Άλλωστε κανείς δεν ξέρει καλύτερα από εσένα την σκοτεινή πλευρά του μυαλού μου. «Για να ξέρω πού είναι τα σημάδια σου αγάπη μου. Αν ποτέ χρειαστεί, να ξέρω πού ακριβώς να στοχεύσω για να μας σκοτώσω.»

Ανοίγω τα χέρια και τα πετάω όλα μέσα στην φωτιά. Να καούν, να γίνουν στάχτη, να πάψουν να έχουν χρώμα. Μόνο το γκρι τους ταιριάζει. Ο θάνατος δεν μπορεί να έχει χρώμα. Και τώρα πια ήξερα ακριβώς που να στοχεύσω για να σε σκοτώσω, για να μας τελειώσω. Τουλάχιστον αυτό, μπορέσαμε να το κάνουμε μαζί.

Featured Love

Την απιστία ακόμα κι αν την κατανοήσεις, δεν θα την συγχωρήσεις ποτέ.

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Δεν υπάρχει κερατωμένος που δεν το ήξερε από την αρχή. 
Τα σημάδια ήταν εκεί και τα έβλεπες. Ήταν συγκεκριμένα και δεδομένα.
Και εσύ εθελοτυφλούσες εξίσου συγκεκριμένα και δεδομένα. 
Ένα κινητό που πια είναι πάντα αθόρυβο, ένας κωδικός που άλλαξε ξαφνικά, μερικές κλήσεις που απαντήθηκαν με ακατάλυπτους φθόγγους και ξαφνικά πολλή πολλή δουλειά.

Και;
Γιατί δεν κάνεις αυτό που πρέπει για να τα ξεσκεπάσεις όλα αυτά; 
Γιατί δεν φωνάζεις; Γιατί δεν του τρίβεις τις αποδείξεις στα μούτρα;

Γιατί ξέρεις πως το κέρατο μπορείς να το κατανοήσεις, μπορείς και να το αποδεχτείς αλλά δεν μπορείς να το συγχωρήσεις.
Όταν πάρεις απόφαση να μαζέψεις τις αποδείξεις σου και να τις κάνεις κολάζ, είναι η ώρα που έχεις αποφασίσει το τέλος.
Όταν αποφασίσεις να μιλήσεις μέσα σου ήδη έχεις πάει στην επόμενη φάση.
Όταν αποφασίσεις να μιλήσεις, θα το κάνεις ακριβώς γιατί δεν γουστάρεις άλλα λόγια. 
Και είναι η ώρα που το μόνο που έχεις να πεις, είναι “γλυκέ μου, εγώ, έβλεπα πίσω από την μάσκα σου, πριν καν την φορέσεις”

Θα ακούσεις πολλά λόγια. Να θυμάσαι μόνο πως οι ενοχές και οι συγγνώμες, είναι μόνο και μόνο γιατί δεν μπορεί να σε βγάλει τρελή.
Και θα περάσεις φάσεις που θα σου λείπει, και θα ξαναβρεθείτε, θα αναθερμάνετε τα θέλω σας, θα προσπαθήσετε, μόνο και μόνο για να καταλήξετε… πως από το δρόμο του κέρατου, δεν γύρισε κανείς!

Και αυτό γιατί οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν το κακό που κάνουν παρά μόνο όταν χρειαστεί να πληρώσουν γι’αυτό. 

Featured Love

Εκεί που δεν μπορείς να ορίσεις την αρχή, δεν μπορείς να γράψεις και το τέλος.

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Άκου λοιπόν τώρα αυτά που θέλω να σου πω.
Κι άκου τα ακριβώς αυτή τη στιγμή που δεν υπάρχει εγωισμός και την μάσκα μου την ξέχασα σε ένα σταυροδρόμι.
Μην με ρωτάς σε ποιο, δεν θυμάμαι.
Λίγα άλλωστε θυμάμαι από τις μέρες που περνάνε.
Διεκπεραιώνω επαρκώς τα «πρέπει» και χαμογελάω.
Ναι, αλήθεια σου λέω, χαμογελάω και πείθω πολλούς.
Τους λίγους τους αποφεύγω να ξέρεις.
Ειδικά εκείνους που με ξέρουν καλά και με διαβάζουν σαν ανοιχτό βιβλίο.
Για εκείνους έχω δουλειά.
Δεν προλαβαίνω να τους δω.
Κρύβομαι πίσω από την οθόνη και τους απαντάω συγκροτημένα και ήρεμα.
Πόσο καλά είμαι, πόσο καλά τα πάω, πόσο περιμένω τα Χριστούγεννα να έρθουν..
Πόσο δεν μου λείπεις..

Μα ναι.. μπορώ να το λέω κι αυτό πίσω από την οθόνη.
Εκεί κανείς δεν βλέπει ούτε τα κόκκινα μάτια ούτε το χαμόγελο που δεν υπάρχει.
Εκεί είναι εύκολο να πείσεις για ότι θες.
Τους πολλούς.
Οι λίγοι είναι το πρόβλημα.

Κι όχι δεν είναι ότι δεν θέλω τους λίγους, είναι πως δεν θέλω κανέναν.
Δεν θέλω τις λέξεις κανενός, δεν θέλω τις ερωτήσεις, δεν θέλω το ενδιαφέρον ούτε καν την αγάπη ή το νοιάξιμο.

Δεν θέλω τίποτα.
Κι αυτό πρέπει να είναι το χειρότερο συναίσθημα από όλα.

Το κενό. Η σιωπή. Το άδειασμα.
Κι όχι μην φοβάσαι. Δεν σε κατηγορώ για τίποτα.
Δεν υπάρχει τίποτα να σου χρεώσω.
Αληθινός ήσουν πέρα για πέρα. Από την αρχή μέχρι το τέλος.

Μα αλήθεια αρχίσαμε;
Κι αν δεν αρχίσαμε πώς τελειώσαμε;
Ναι, αυτό φοβάμαι κι εγώ λοιπόν. Πως αυτό που δεν αρχίσαμε, είναι κι αυτό που δεν θα τελειώσουμε ποτέ.

Και θα γυρνάμε ο ένας γύρω από τον άλλο.
Στις στιγμές αδυναμίας, θα μυρίζουμε ο ένας την ανάγκη του άλλου.
Θα αναζητάμε ένα βλέμμα για να ξέρουμε πως όλα είναι καλά..
Και θα γυρνάμε στα ρημάδια που διαλέξαμε για να πορευτούμε.

Κι όταν θα χρειαζόμαστε πάλι να πάρουμε δύναμη, όταν θα χρειαζόμαστε πάλι να γεμίσουμε το τίποτα με κάτι, θα κόβουμε βόλτες ο ένας στην ζωή του άλλου, ακροπατώντας μην τυχόν και μας πάρουν χαμπάρι εκείνοι που ορίζουν τα όρια σου.
Ναι, τα όριά σου. Εγώ δεν είχα.. και τις κόκκινες γραμμές μου τις έθαψα από καιρό.

Διακριτικά πάντα, αθόρυβα πάντα, αόρατα πάντα.
Και κάπως έτσι θα κυλήσει ο χρόνος.
Κι εσύ θα νομίζεις πως άλλαξα, πως ξέχασα, πως προχώρησα.
Κι εγώ απλά θα βεβαιώνομαι πως τελικά, ποτέ δεν με κατάλαβες.
Ποτέ δεν με έμαθες. Ποτέ δεν με πίστεψες.
Γιατί αν με ήξερες λιγάκι, θα ήξερες και πού να με βρεις.
Σε εκείνη την ξεχασμένη γωνιά.. καιρό τώρα.

Και κάπως θα περνάει ο χρόνος, και κάπως έτσι θα σκονιστούν τα σημάδια και δεν θα φαίνονται.

Και κάπως έτσι, με έναν δυνατό άνεμο, τα σημάδια θα γίνονται φανερά και τίποτα δεν θα μπορεί να τα καλύψει ξανά.

Μέχρι τότε, θα γελάμε για να ξεγελάμε κάθε αλήθεια που δεν τολμήσαμε να πούμε.

Featured Love

Το παραμύθι σου ήταν η αλήθεια της. Τώρα, τελείωσε και το παραμύθι και η αλήθεια!

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Έμαθε να μένει.
Έμαθες να φεύγεις.

Έμαθε να δίνει μάχες από την αρχή χαμένες.
Και να τις κερδίζει.
Έμαθες να φεύγεις.

Έμαθε να κοιτάει τους φόβους της στα μάτια.
Και να τους ξεγελάει.
Έμαθες να φεύγεις.

Έμαθε να βλέπει το πρόβλημα και να το λύνει.
Έμαθες να φεύγεις.

Έμαθε να μένει. Να μένει εμμονικά.
Να τη διώχνεις και να μένει
Να τη σκοτώνεις και να μένει.
Να την κάνεις κομμάτια και να μένει.
Έμαθες να φεύγεις.

Όχι, ποτέ δεν φρόντισε να προστατέψει τον εαυτό της από τις κακοτοπιές.
Δεν την ενδιέφερε να μην πέσει, να μην χτυπήσει, να μην σπάσει.
Ήξερε πάντα πως μπορεί να σηκωθεί, να σκουπίσει τις σκόνες, να μαζέψει τα κομμάτια και να συνεχίσει.

Έπρεπε να το έχεις καταλάβει μέχρι τώρα πως έμεινε μέχρι να βεβαιωθεί πως είσαι καλά.
Μέχρι να είναι σίγουρη πως από το παραμύθι σου έφυγε η κακιά μάγισσα και δεν κινδυνεύεις άλλο.
Όχι από την κακιά μάγισσα, από τον εαυτό σου.

Έπρεπε να το έχεις καταλάβει μέχρι τώρα πως το παραμύθι σου, ήταν η αλήθεια της κι αυτή την ένοιαζε.
Δεν θα έψαχνε, δεν θα αναρωτιόταν, δεν θα αναζητούσε.
Στο παραμύθι σου σκότωνε δράκους και στις πιο σκοτεινές ώρες άφηνε χαραμάδες από φως για να ξαναβρεις το δρόμο.
Όχι για εκείνη, για τον εαυτό σου.

Και τώρα;
Τώρα σιωπή..

Το παραμύθι τελείωσε.. η αυλαία έπεσε..
Εκείνος έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα, έφυγε.
Κι εκείνη έκανε αυτό που μπορούσε καλύτερα, χαμογέλασε, έκλεισε το μάτι στη μοίρα, έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και ήπιε στην υγεία του τίποτα, καθισμένη στην γωνιά της.

Κι όταν πια σηκώθηκε από την γωνιά της, άνοιξε τα χέρια της, και χόρεψε πάνω σε σπασμένα κομμάτια. Σε έναν ρυθμό που δεν ακουγόταν. Με μια μουσική που είχε από καιρό σιγήσει.

Τώρα τον ρυθμό τον έδινε η ανάσα της. Στίχοι ήταν η σιωπή της.
Σε μια στροφή απάνω έσπασε κι ότι άλλο είχε μείνει.

Δεν άφησε τίποτα! Τίποτα εκτός από τα πολύτιμά της.
Ένα μαύρο βότσαλο, ένα φυλαχτό κι ένα ξεχασμένο «σ’αγαπώ»
Δεν της χρειαζόταν τίποτε άλλο.
Το παραμύθι τελείωσε. Ώρα για την αλήθεια της.

Αυλαία..

Featured Love

O λογαριασμός έκλεισε, το χρέος πληρώθηκε. Η ταμπέλα θα γράφει “κλειστόν”

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Τους ανθρώπους λένε θα τους μετράς στο τέλος.

Μην κοιτάς πώς μπαίνουν στην ζωή σου. Μπορεί η είσοδος ή ο τρόπος εισόδου να μην ήταν επιλογή τους. Η έξοδος όμως, είναι πάντα επιλογή.

Μπαίνοντας δεν σε ξέρουν. Φαντάζονται για εσένα πράγματα. Έχουν μια εικόνα και εκεί νομίζουν πως μπαίνουν. Άλλοτε για καλό, άλλοτε για κακό, άλλοτε για να εκμεταλλευτούν ή και να πάρουν κομμάτια σου. Κι εκεί που τελικά θα μπουν μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την εικόνα που είχαν. Εσύ, μπορεί να είσαι λιγότερο καθίκι, η ζωή σου μπορεί να είναι περισσότερο περίπλοκη ή μπορεί να είσαι κι ο διάβολος με το πιο γλυκό χαμόγελο. Αυτός που μπαίνει δεν ξέρει.

Μαθαίνει με τον καιρό. Διαπιστώνει πως η λάμψη είναι συχνά επίπλαστη, πως τα χαμόγελα μπορούν να προσποιηθούν μια ευτυχία, πως η εικόνα μπορεί να είναι εξαιρετικά απατηλή!

Μαθαίνει με τον καιρό. Πατάει πάνω στα σημάδια σου, άλλοτε με σεβασμό κι άλλοτε με αναίδεια.

Μαθαίνει με τον καιρό το παρελθόν σου, διαπιστώνει ποσό μεγάλες μπούρδες ήταν όλα όσα νόμιζε πως ήξερε και τότε η εικόνα καθαρίζει.

Κι έρχεται και η στιγμή να φύγει.

Δεν του το ζήτησες, δεν το απαίτησες, δεν το θέλησες καν. Απλά ρε παιδί μου δεν χωράς στο κουτάκι του.

Δεν μπορεί να σε βολέψει στη ζωή του, περισσεύεις στην εξίσωση από τα δεδομένα του.

Κι εσύ κάθεσαι θεατής και παρατηρείς τον τρόπο που φεύγει. Παρατηρείς ήρεμα και χωρίς πολλά πολλά γιατί είναι η στιγμή που θα κλείσεις το λογαριασμό.

Είναι πώς το λέμε; Η ώρα του ταμείου.

Ξέρεις κάτι όμως, φίλε;

Ο λογαριασμός αυτός θα κλείσει χωρίς ταμείο. Η σιωπή τα είπε όλα και ο λογαριασμός εξοφλήθηκε.

Ούτως ή άλλος, το παιχνίδι αυτό ήταν στημένο από την αρχή.

Στήθηκε από τη μοίρα και ξεχρεώθηκε από εκείνη που τα άφησε όλα για όλα στο τραπέζι. Από εκείνη που δεν έπαιξε, αλλά έζησε. Από εκείνη που τώρα δεν θέλει ούτε ρέστα, ούτε λόγια. Δεν της κάνουν..

Εκείνη, ήθελε μόνο εσένα. Όπως είσαι. Χωρίς μάσκες, πανοπλίες και άμυνες.
Εκείνη, ήθελε μόνο εσένα.
Εκείνη, ζήταγε μόνο εσένα. Δεν ζήταγε τίποτα από εσένα. Ζήταγε εσένα. Ολόκληρο, σημαδεμένο, χαραγμένο.
Εκείνη, ζήταγε μόνο εσένα. Κι όταν απέσυρες τον εαυτό σου από την εξίσωση, δεν υπήρχε τίποτε άλλο να θέλει.
Κλείστηκε. Σφράγισε. Έσπασε. Έκλεισε.

Άλλωστε ποτέ δεν την ένοιαξε τι θα απογίνει. Της έφτανε που δεν γούσταρε να ησυχάσει. Γινόταν καθετί που εκείνος φοβόταν και ξόρκιζε τους φόβους του. Και του μάθαινε να αγαπά. Όχι τους άλλους, αυτό ήξερε να το κάνει. Τον εαυτό του.
Ήταν εκεί. Και δεν θέλησε ποτέ την βολή της. Δεν θέλησε ποτέ τα εύκολα. Θέλησε μόνο εκείνον.

Ο λογαριασμός έκλεισε. Το χρέος πληρώθηκε. Η ιστορία έγραψε.

Το ταμπελάκι έξω από την πόρτα, γράφει “κλειστον”.

Featured Love

Κι αν δεν διάβασες τα σημάδια, μην την αναζητάς. Έχει ήδη φύγει.

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου

Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που γελάνε και ο ήχος από το γέλιο τους έχει κάτι γεμάτο, μεστό, αληθινό! Είναι η φωνή τους γεμάτη από τα βιώματά τους. Δεν μιλάνε δυνατά για να τραβήξουν την προσοχή κανενός, δεν την έχουν ανάγκη.
Είναι οι ίδιοι που το γέλιο τους το χαρίζουν απλόχερα, τόσο όσο και την σιωπή τους.
Είναι εκείνοι που τα δάκρυά τους, έτρεξαν πολλές φορές μέσα σε σιωπηλούς λυγμούς και χάραξαν αυλάκια από τα μάτια τους μέχρι την ψυχή τους.
Είναι εκείνοι που σου χαμογελούν και φωτίζεται ο κόσμος γύρω σου.
Είναι εκείνοι που σε κοιτούν και διαβάζουν την ψυχή σου σαν ανοιχτό βιβλίο. Ένα βιβλίο όμως που θα το διαβάσουν με σεβασμό. Δεν θα εισβάλουν, δεν θα επιβάλουν, μόνο θα αγγίξουν τόσο όσο τους επιτρέψεις.

Είναι εκείνοι που κάποιοι τους είπαν αδέσποτες ψυχές κι αλήτικα πνεύματα.
Είναι εκείνοι που κάποιοι τους κατηγόρησαν για την τρέλα και τον αυθορμητισμό τους.
Είναι εκείνοι που οι πληγές τους έγιναν τα πιο ωραία τους σημάδια.
Είναι εκείνοι που το χάος είναι το σπίτι τους και μέσα εκεί μπορούν και βρίσκουν τάξη.

Σ’ ότι δοθούν, το κάνουν απόλυτα και ολοκληρωτικά.
Αφήνονται και γίνονται ένα με το βλέμμα σου. Δεν προσπαθούν να στο στρέψουν αλλού. Δεν θέλουν να σε κάνουν να δεις εκεί που κοιτάνε εκείνοι αλλά αναζητάνε αυτό που βλέπεις εσύ. Όπως βλέπεις εσύ.

Κάνουν και κάτι άλλο μαγικό! Σε ακούνε όταν τους μιλάς.. Σε ακούνε επειδή τους μιλάς..
Σου δίνουν τον χρόνο τους για να σε ακούσουν και έχεις όλη την προσοχή τους όταν το κάνουν.

Χάνονται μέσα στην μοίρα τους και παλεύουν με θεούς και δαίμονες για να φέρουν την ζωή τους όχι σε μέτρα και κουτάκια, αλλά σύμφωνα με το πώς την έχουν ονειρευτεί.

Ναι, είναι ασυμβίβαστοι και απαιτητικοί.

Είναι εκείνοι που στο χυδαίο απαντάνε με σεβασμό και στην αγένεια με ευγένεια. Κι όχι γιατί δεν μπορούν αλλιώς αλλά γιατί αυτό έχουν επιλέξει.

Δεν κάνουν τίποτα λίγο και μισό. Φιλιούνται πολύ, τόσο που να κοπεί η ανάσα. Χάνονται μέσα στα αισθήματά τους και δεν τα μετριάζουν, δεν τα οριοθετούν. Τα ζουν. Μέχρι τέλους.

Είναι αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι που την ώρα του πανικού, την στιγμή του χάους, όταν όλοι χάνονται στα σκοτάδια εκείνοι στέκονται ακίνητοι κι απολαμβάνουν την στιγμή!

Είναι εκείνοι που όταν δεν θα μπορέσουν να βρουν τρόπο να σε σηκώσουν θα ξαπλώσουν δίπλα σου μέχρι να βρεις την δύναμη ν’αρχίσεις να κινείσαι.

Είναι εκείνοι που δεν ξεστομίζουν «εγώ ποτέ» και δεν κάνουν παντιέρα την ηθική τους. Δεν θα τους ακούσεις να αποστρέφονται τα ψέματα λίγο πριν ξεστομίσουν κι ένα.

Ναι, έχει και ψέμα μέσα της η αλήθεια.
Ναι, έχει και αλήθεια μέσα του το ψέμα.

Ξέρουν καλά πως μέσα σε ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών όλα μπορούν να αλλάξουν. Όλα μπορούν να χαθούν.

Είναι εκείνοι που ένα πρωί ξύπνησαν, κοίταξαν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, έκλεισαν τα μάτια τους κι όταν τα άνοιξαν, τίποτα δεν ήταν ίδιο.
Ποτέ ξανά.

Τίποτα δεν ήταν ίδιο γιατί εκείνοι ήταν πια φευγάτοι, αέρας, άνεμος, δεν ήταν πια εδώ..

Κι εσύ, εσύ πάλι δεν διάβασες τα σημάδια που σου έλεγαν πως φεύγει.
Και τώρα κοιτάς το κενό.
Και μην μπερδεύεσαι, μην την βλέπεις μπροστά σου και νομίζεις πως είναι εδώ.

Έχει ήδη φύγει…

Featured Love

Πάρε με αγκαλιά, θέλω πίσω τη ζωή μας…

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Στεκόμαστε κι οι δυο πάνω από το «κακό» που έχουμε μπροστά μας. Ο καθένας μας από την δική του πλευρά, ο καθένας μας με την δική του ματιά.

Κοιτάω το χάος και προσπαθώ να φέρω το μυαλό μου στην τελευταία «κανονική» μέρα.
Πρέπει να ήταν ένα Σάββατο, εκεί που έμεινα στο Kema, στο κομμωτήριο – έρωτα, με την Κέλλυ και την Σοφία να με πιλατεύουν για κάνα τετράωρο μέχρι να λειτουργήσει η μαγική τους μάσκα στα μαλλιά μου και να χαλαρώσω τελείως από την ένταση της εβδομάδας.

Κοιτάω το χάος και προσπαθώ να θυμηθώ τι μέρα είναι.
Σάββατο…
Σαν να έχουν περάσει από πάνω μου χρόνια ολόκληρα από εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου που βρήκαμε με την Κέλλυ μια διασταύρωση στο χρόνο που ονόματα κοινά και μνήμες αρχίσαν να κατακλύζουν την κουβέντα μας μαζί με λίγη παγωμένη τσικουδιά.

Και σήμερα, χάους και απόγνωσης γωνία, εγώ στέκομαι πάνω από το ανάκατο σπίτι και σου ζητάω το πιο απλό πράγμα… Μια αγκαλιά…

Μέχρι κάποια εικοσιτετράωρα πριν το να σου πω «πάρε με μια αγκαλιά» μια μυστική μας φράση που ανάλογα την στιγμή που θα λεγόταν, σήμαινε χίλια διαφορετικά πράγματα. Άλλοτε μπορεί να σήμαινε σ’αγαπώ, άλλοτε σε θέλω, άλλοτε ακόμα και συγγνώμη! Εμείς είχαμε τον τρόπο μέσα στην μέρα να αποκωδικοποιούμε τις απλές λέξεις και να τις κάνουμε δικές μας.

Το φιλί, τα αστεία, τα πειράγματα, τα μουτράκια, τα σοβαρά, τα μικρά, τα μεγάλα, ήταν η «κανονικότητα» στην ζωή μας.

Όχι σήμερα. Σήμερα δεν έχει τίποτα κανονικό η μέρα μας.

Κι εγώ σου ζητάω απεγνωσμένα πίσω τις στιγμές μας.

Την ασφάλεια και την ζεστασιά που έχουν οι λέξεις όταν ξέρεις πως θα έρθουν. Την ηρεμία της προσμονής που ξέρεις την συνέχεια και την αναζητάς. Δεν την έχεις βαρεθεί, την αναζητάς. Ξέρεις τι θα έρθει και το προσμένεις σαν πηγή ζωής.

Τις κινήσεις εκείνες που συγχρονίζονται μέσα από την τριβή. Που γίνονται χορός άλλοτε ερωτικός, άλλοτε ήρεμος, άλλοτε έντονος. Κι όμως, ξέρεις τα πατήματα του άλλου και προσαρμόζεις τα δικά σου.

Κι η ανάσα, φυσιολογική είναι και την καταλαβαίνεις πόσο ανάγκη την έχεις την στιγμή που θα σου λείψει.

Μετά από κάθε σοκ, έρχεται η ίδια ανάγκη. Η ανάγκη για «κανονικότητα», για επαναφορά στην καθημερινότητα. Η ανάγκη να ξαναέχει η ζωή ρυθμό.

Όχι εκείνον τον βαρετό, μονότονο.

Τον άλλο, εκείνον που σιγοψιθυρίζεις αφηρημένος όλη μέρα, που σε κάνει να χαμογελάς χωρίς να πολυκαταλαβαίνεις το γιατί. Εκείνον που είναι «δικός σας», για λόγους που μόνο εσείς οι δυο μπορείτε να ξέρετε.

Μέσα στο σοκ, μετά το σοκ, η ίαση έρχεται την στιγμή που αποφασίζεις να κάνεις το πρώτο βήμα προς την κανονικότητα.

Να πατήσεις τα πόδια σου κάτω, να αναζητήσεις τις δικλείδες ασφαλείας σου, να βρεις ξανά τις γωνίες σου και τα πατήματά σου.

Κι εγώ αυτό κάνω σε μια στιγμή που το γκρι γίνεται μαύρο. Πατάω κάτω και σε ψάχνω. Σου δίνω χρόνο να το βάλεις μέσα σου και σου απλώνω το χέρι.

Σε αναζητώ κι αναζητώ όλα εκείνα που κουμπώνουν ανάμεσά μας.

Τον σκέτο καφέ που μοιραζόμαστε με την καλημέρα, τις λέξεις κλειδιά που μόνο εμείς καταλαβαίνουμε, τις σιωπές που δεν είναι αμηχανίας αλλά ηρεμίας, την αγκαλιά που στο τέλος κλειδώνει έξω όλα εκείνα τα επίπονα που γίνανε πληγές αυτές τις μέρες.

Αναζητώ το γέλιο μας, τις κόντρες μας. Να τσακωνόμαστε γιατί εσύ θες παστίτσιο κι εγώ κινέζικο. Να θέλω καφέ και να μου φέρνεις χυμό. Να μπερδεύουμε τα χέρια μας και να νιώθω το φιλί σου να γιατρεύει τα σημάδια.

Τώρα τα «κανονικά» σημαίνουν πιο πολλά από ποτέ, γιατί είναι η διαδρομή μας για να γυρίσουμε πίσω!

Τώρα τα «κανονικά», είναι τα ψιχουλάκια που αφήσαμε, για να μην χάσουμε το δρόμο για την ζωή που αφήσαμε να μας περιμένει!

LoveLetters

Featured Love

Μερικές φορές πρέπει να χάνονται οι άνθρωποι…

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Δεν είναι κακό να χάνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους. Να κλείνουν τους κύκλους της ζωής τους και να πηγαίνουν παρακάτω.

Το «για πάντα», δεν παντρεύτηκε ποτέ με το «μαζί».

Είμαστε σήμερα εδώ και ζούμε το τώρα, βιώνουμε τις στιγμές και τις μοιραζόμαστε.

Σε αυτό το σημείο όμως, μας έφερε το παρελθόν μας. Μας έφεραν οι επιλογές μας. Καλές και κακές. Έξυπνες και χαζές. Όλες.

Μας έφεραν αμέτρητες υποσχέσεις για «μαζί» και «για πάντα».

Λέξεις ειπωμένες με τόση αληθοφάνεια, που κι η ψυχή ακόμα τις δέχτηκε, όσο κι αν το μυαλό τις αναγνώριζε και τις απέρριπτε.

Κάθε απόφαση ήταν κι ένα βήμα προς το σημείο που στεκόμαστε τώρα.

Δεν είναι κακό να χάνονται οι άνθρωποι όταν δεν έχουν κάτι άλλο να πουν.

Δεν τελειώνει η αγάπη, αλλάζει μορφή. Γίνεται έγνοια κι ενδιαφέρον. Γίνεται ανάμνηση.

Όμως όταν δεν υπάρχει παρόν και σε δένει μόνο το παρελθόν, είναι καλό να κλείσεις τον κύκλο και να πας παρακάτω.

Όταν οι φράσεις ξεκινάνε με το «θυμάσαι τότε…» και η σιωπή δεν είναι συμφωνία και διάλογος, αλλά αμηχανία, κλείσε τον κύκλο και φύγε.

Δώσε ένα φιλί, χάιδεψε το πρόσωπο που έχεις απέναντί σου, κράτα τις στιγμές και πήγαινε παρακάτω.

Αν μείνεις, θα γευτείς την πίκρα της δηλητηριασμένης συνήθειας.

Δεν είναι κακό να χάνονται οι άνθρωποι όταν δεν έχουν κάτι άλλο να ζήσουν.

Είτε είναι μια φιλία, είτε ένας έρωτας ακόμα και μια κόντρα, πρέπει να ξέρεις τη στιγμή που θα αποχωρήσεις.

Κάποια στιγμή δεν έχεις τίποτε άλλο να δώσεις. Δεν έχεις τίποτε άλλο να νιώσεις. Δεν έχεις τίποτα άλλο να πεις.

Έχεις εξαντλήσει τις πηγές της ψυχής σου. Έχεις αδειάσει κάθε απόθεμα που είχες.

Και τώρα, πιο πολύ από ποτέ, χρειάζεσαι καινούριες εικόνες, καινούρια ερεθίσματα, καινούριες πηγές.

Δεν είναι κακό να αλλάζεις μονοπάτι.

Το «μαζί» άλλωστε, είναι το μεγαλύτερο παραμύθι που θα πιστέψεις ποτέ στη ζωή σου. Δεν υπάρχει.

Υπάρχει το «μαζί, όσο…».

Μαζί, όσο οι ανάγκες σου θα κουμπώνουν με τις δικές μου. Μαζί, όσο η εικόνα σου θα είναι συμβατή με το κάδρο που μοστράρω. Μαζί μέχρι να πάψεις να ταράζεις τα λιμνασμένα μου νερά σαν βότσαλο στη λίμνη της ψυχής μου.

Μαζί όσο με αναγκάζεις να δώσω μάχες μαζί σου. Όσο δεν θα χρειάζεται πλέον να σε υπερασπιστώ στα λάθη σου.

Μαζί, όσο περπατάμε σε δρόμους καλοστρωμένους. Μαζί, όσο εσύ θα πολεμάς τους δράκους σου κι εγώ θα κάνω πως δεν τους βλέπω. Όσο οι σιωπηρές κραυγές σου δεν θα ενοχλούν τη χαϊδεμένη μου συνείδηση.

Μαζί, όσο το «έχεις δύναμη εσύ, θα τα καταφέρεις» θα είναι επιχείρημα που θα πιάνει.

Το «μαζί» και το «για πάντα» δεν υπήρξαν ποτέ αιώνια δεμένα. Υπήρξαν δυο εραστές που μοιράστηκαν με πάθος το σήμερα και τη λιακάδα, και χώρισαν στο λάθος. Υπήρξαν συνοδοιπόροι σε φωτισμένες διαδρομές, ώσπου το σκοτάδι τους χώρισε.

Το «μαζί» και το «για πάντα» είναι οι μεγαλύτερες λεκτικές απάτες που εφηύρε ο άνθρωπος για να φτιάξει το παραμύθι του.

Γιατί στο τέλος της μέρας, όταν μένεις μόνος εσύ και το σκοτάδι σου, ξέρεις καλά πως το «μαζί» και το «για πάντα», θα παραμείνουν μόνο εραστές.

Πηγή

Featured Love

Αν δε σκοπεύεις να βουλιάξουμε μαζί, άδειασε μου τη γωνιά…

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Πέρασε ο καιρός, παιχνίδι αλλιώτικο που χάθηκε στο φως, τα μεσημέρια, μίλα μου..
Η φωνή της Πρωτοψάλτη γεμίζει την σιωπή μας.
Την σιωπή που εσύ επικαλείσαι κι εγώ αρνούμαι.
Μια σιωπή πιο εκκωφαντική από κάθε λέξη που έχουμε πει.
Μια σιωπή που δεν κρύβει τίποτα, μόνο εκθέτει.

Αλήθεια, σκέφτηκες ποτέ πόσο μπορεί να σε εκθέσει μια σιωπή;
Οι λέξεις που δεν θα πεις. Τα ανείπωτα που δεν θα ξεστομίσεις. Ξέρεις πόσος κόπος χρειάζεται για να κρατήσεις την σιωπή σου την στιγμή που μέσα σου γίνονται συνεχόμενες εκρήξεις;
Ξέρεις πόσες μνήμες πρέπει να επικαλεστείς για να επαναλαμβάνεις στον εαυτό σου σαν μάντρα αυτά που δεν θες να ξεστομίσεις και να τα καταπίνεις ένα ένα;
Σαν το πιο πικρό χάπι..

Θα σου πω λοιπόν.
Η σιωπή δεν κρύβει τίποτα. Η σιωπή μιλάει και τα λέει όλα.
Λέει τα κατηγορώ, ρωτάει γιατί και περιμένει μια απάντηση.
Η σιωπή δίνει χρόνο όχι στον άλλο για να προετοιμάσει το παραμύθι του και να το πει. Το ξέρεις καλά άλλωστε το παραμύθι. Το έχεις ακούσει σε πολλές εκδοχές.
Η σιωπή δίνει σε εσένα το χρόνο να δώσεις άλλοθι. Δικαιολογίες. Ευκαιρίες.

Κι εσύ μετράς αντίστροφα το χρόνο. Διαλέγεις το ρυθμό κι άλλοτε επιταχύνεις, άλλοτε πας βήμα σημειωτόν και περιμένεις.
Η γραμμή τερματισμού είναι εκεί. Την βλέπεις. Κι εκείνη σε βλέπει.
Και συνεχίζεις να μετράς. Αντίστροφα για το τέλος.
Και μέσα σου παρακαλάς για μια λέξη.

Μια λέξη είναι αρκετή.
Μια λέξη φτάνει για να κάνει κομμάτια την κλεψύδρα.
Μια λέξη φτάνει για να επιταχύνεις προς την γραμμή του τέλους.
Μια λέξη είναι αρκετή για να παγώσει το χρόνος.

Δεν υπάρχει σωστή και λάθος λέξη το ξέρεις;
Δεν υπάρχει τίποτα μέσα στις λέξεις που να πειράζει.
Κάθε λέξει κουβαλάει αυτό που νιώθεις.
Κάθε λέξη για να φτάσει στην άκρη των χειλιών και να γίνει ήχος έχει περάσει από χίλιες διεργασίες. Έχει περάσει μέσα από μηχανισμούς, έχει διορθωθεί, έχει επαναστατήσει, έχει θαφτεί κι έχει αναστηθεί.

Και μετά, γίνεται ήχος.
Κι η σιωπή σπάει.
Γίνεται χίλια κομμάτια. Η δύναμη της κάθε λέξης είναι ανάλογη της διαδρομής που έχει διανύσει για να φτάσει στα χείλια.

Και μετά;
Τι γίνεται μετά; Τι γίνεται όταν η σιωπή δεν υπάρχει πια να δώσει άλλα άλλοθι;
Τώρα η σύγκρουση είναι μετωπική.
Κανείς δεν μπορεί να κάνει πίσω.
Κανείς δεν μπορεί να προσποιηθεί άλλο.

Σπάει η σιωπή, σπάνε κι οι μάσκες μας.
Σπάμε κι εμείς σε χίλια κομμάτια.
Μια λέξη αρκούσε να τα παγώσει όλα.
Μια λέξη διάλεξες να τα κάψει όλα.

Κι είναι εκείνη η στιγμή που τα όρια δεν υπάρχουν. Είναι εκείνη η στιγμή που το λίγο, το περίπου, δεν αρκεί. Είναι εκείνη η στιγμή που η επιλογή δεν είναι κάπου στην μέση.
Είναι ή μέσα ή έξω.
Λόγια λίγα πια. Μετρημένα. Λέξεις που βαραίνουν κάθε που ξεστομίζονται.

Δεν υπάρχει άλλος χώρος για τους πολλούς. Δεν υπάρχει άλλος χώρος για τα πολλά. Κι αυτό το περίπου συναίσθημα, περίπου κάτι που διατηρούσε την φλόγα, τώρα θες να γίνει πυρκαγιά και να μην αφήσει τίποτα όρθιο.

Δεν υπάρχει ζύγι στο συναίσθημα. Δεν μπορώ να σ’ αγαπάω λίγο ή πολύ. Τι θα πει πολύ και τι θα πει λίγο. Μετράει αλλιώς η προδοσία αν έχεις αγαπήσει λίγο;
Δεν θα σου επιτρέψω να με συνηθίσεις.
Μπορείς να συνηθίσεις τις λέξεις μου, τις εκφράσεις μου, ακόμα και τις σιωπές μου.
Αλλά εγώ, συνήθεια δεν θα γίνω.

Από την συνήθεια, προτιμώ το καθόλου.
Κι από το συμβιβασμό και την ρουτίνα, προτιμώ τον πόνο του αποχωρισμού.
Κι από εκείνη την κινούμενη άμμο που μπήκαμε κι οι δυο κρυφά μέσα μια νύχτα, δεν με νοιάζει να βγω αν είναι να μείνεις. Δεν με νοιάζει αν θα μείνεις κρυφά ή φανερά. Με νοιάζει να είσαι εδώ. Όλος. Ολόκληρος.

Μα αν δεν έχεις λόγο να μείνεις, αν δεν σκοπεύεις να βουλιάξουμε μαζί σε όλα τα πιθανά και τα απίθανα, τότε άδειασέ μου την γωνιά κι άσε το χώρο άδειο.
Στα βήματα που περπατάω, το μόνη δεν το φοβήθηκα ποτέ.
Ούτε και τον πάτο τον φοβήθηκα ποτέ.
Ξέρεις τι μαγκιά έχει ο πάτος μέσα του;
Ξέρεις τι μαγκιά θέλει να σε συναντάει στο τίποτα και να γίνεται η σταθερά σου για να πατήσεις πάνω και να πάρεις δύναμη για να βγεις στην επιφάνεια;

Λίγο, πολύ, περίπου, έτσι κι έτσι, χλιαρές, άχρωμες και άνοστες λέξεις.
Δεν γεμίζουν το στόμα, δεν φτάνουν καν μέσα στην ψυχή.

Τι με κοιτάζεις, μ’αυτά τα μάτια, αυτό που ζήσαμε σκοτάδι και μας πνίγει. Εσύ μια κούκλα στα σκαλοπάτια, κι εγώ τρενάκι, που δεν πρόκειται να φύγει!

Δεν έχει ζύγι μάτια μου το τώρα.
Ή εδώ… ή έξω από εδώ.
Εγώ μένω, ανάμεσα στο «εδώ» σου και το κενό που θα αφήσεις φεύγοντας.

LoveLetters

Featured Love

Οι άνθρωποι δεν είναι αμπαζούρ, να τους μοιράζεις σε έναν χωρισμό

Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Κάπως σαν αστείο, είπαμε αντίο, πήρα το πικάπ σου και μου πήρες το ψυγείο.. πήρες τα σεντόνια, πήρα την μπιγκόνια κι απ’το χωρισμό μας έχουν κλείσει τρία χρόνια…

Τραγουδάει η Αρλέτα στην Σερενάτα της, κι εγώ σκέφτομαι πως το πιο εύκολο σε έναν χωρισμό, και ειδικά σε έναν χωρισμό που μετράει χρόνια συνύπαρξης, συμβίωσης, συν-αντοχής και συν-ενοχής, είναι το μοίρασμα των αντικειμένων!

“Αυτό το βιβλίο το αγόρασα εγώ””
“Δεν ξέρεις τι λες, Ζάππειο 1998 τρίτος πάγκος αριστερά από τα όνειρά μας για παντοτινή συμβίωση”

Τώρα το θέλετε κι οι δυο, όλα τα θέλετε κι οι δυο κι ας μην είναι κανείς από τους δυο διατεθειμένος να σκουπίσει από πάνω την ξεχασμένη σκόνη της σχέσης σας.

Κάποια στιγμή το μοίρασμα τελειώνει. Αργά ή γρήγορα, είτε σε ξεκατίνιασμα mode είτε με πιο αξιοπρεπή βιτρίνα, τελειώνει.

Κι έρχεται το επόμενο στάδιο της ανασύνταξης δυνάμεων.

Καινούριο σπίτι, καινούριο μετερίζι.

Κι η πρόσκληση σε δείπνο δεν αργεί να έρθει.

Ένα ομαδικό μυνηματάκι σε αυτό που έχει σαν close friends στο Facebook, λιτό και απέριττο όπως τόσα χρόνια.

«Σάββατο βράδυ, στο καινούριο σπίτι!!! Φαγητό, κρασί και πολλά να πούμε»

Δεν περιμένει απαντήσεις, είναι ένα μοτίβο που έχει επαναλάβει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Εκείνοι λατρεύουν την μαγειρική της, εκείνη περιμένει να την κανακέψουν με τα αγαπημένα της mille feuilles από το Paul και άφθονο δροσερό κρασί.

Το πρώτο μήνυμα το κοιτά ακόμα με άγνοια κινδύνου και ακόμη μεγαλύτερη άγνοια της ναρκοθετημένης συνέχειας. Sorry ρε συ, αλλά έχω κανονίσει. Δεν πειράζει, σκέφτεται και μεταξύ του τι θα μαγειρέψω και τι θα φορέσω, έρχονται μαζικά άλλες 3-4 αρνήσεις κι αρχίζει να ψάχνεται.

Κοιτά λίγο τα άτομα που αρνήθηκαν, και η διαπίστωση έρχεται άμεσα. Είναι οι «δικοί του»

Μέσα στο παράπονο τρέχεις στην πάντα εύκολη, διαθέσιμη και σίγουρη λύση, την κολλητή σου. Τα λες εν συντομία και με διάφορα κοσμητικά στο ενδιάμεσο, κι εκείνη με την ασφάλεια της αντικειμενικότητας που επιζητάς και προβάλεις ξεστομίζει αθώα και χαμογελώντας «δίκιο έχεις, πώς να το κάνουμε!! Όλο το δίκιο δικό σου είναι!! Εγώ δηλαδή πώς πήγα την Τρίτη στο Joyμαζί τους!! Έπρεπε να είχα πάρει την άδειά σου;;»

Μετράς μερικές στιγμές που νιώθεις τον κόσμο να γυρίζει και όλα γύρω σου γίνονται λίγο πιο κόκκινα!

Το καλό των 80’s άντε και λίγο 90’s ήταν τα σταθερά τηλέφωνα. Έχωνες μια στο ακουστικό και από το γκντουπ ο άλλος καταλάβαινε πόσες μέρες και πόσα χιλιόμετρα έπρεπε να απομακρυνθεί. Τώρα τι να κάνεις;; Να πατήσεις πολλαπλά το touchscreen;;

ΠΡΟΔΟΣΙΑ!!!!  

Από την άλλη, υπάρχει κι εκείνος. Πιο λιγομίλητος, πιο άμεσος και πολύ πιο επικεντρωμένος στην τσαντίλα του.

“Μα να έχει το θράσος να καλέσει εσένα;; Τον κολλητό ΜΟΥ;; Ποια νομίζει ότι είναι”

Ε, η συνέχεια γνωστή, κλείσιμο χωρίς γκντουπ και η κοκκινωπή ΠΡΟΔΟΣΙΑ να περιφέρεται γύρω γύρω από το τσαταλιασμένο σύμπαν.

Δεν είναι όλα Friends ούτε εσύ είσαι η Rachel, ούτε εκείνος ο Ross. Και η μοιρασιά είναι επίπονη και περίπλοκη, όσο περίπλοκοι είναι και οι χαρακτήρες που παίζουν στο δικό σου serial.

Κι όσο πιο πολλά τα χρόνια, τόσο πιο πολύ οι άνθρωποι, οι σταθμοί τους και οι ρίζες τους στην ζωή σας. Γιατί ζωή σας ήταν κι εσείς τους δώσατε ρόλους μέσα της και τώρα τους ζητάτε να παραδώσουν στην πόρτα τις ταυτοτητούλες διέλευσης και να διαλέξουν πλευρά. Απ’ την Κική και την Κοκό ποια να διαλέξω;;

Πέρασες χρόνια επενδύοντας χρόνο, συναίσθημα, ενέργεια για να κάνεις τους ανθρώπους σου ανθρώπους του και τούμπαλιν, κι εκείνοι αντίστοιχα έδωσαν από τα δικά τους αποθέματα, τα ίδια, χωρίς μάλιστα να ερωτηθούν τις περισσότερες φορές.

Και τώρα, και πάλι χωρίς να τους ρωτήσεις τους κατατάσσεις στην κατηγορία «αμπαζούρ πολυτελείας» και τους μοιράζεις ερήμην τους καινούριους ρόλους.

Είναι οι κολλητοί σας, που αν ο θεός, ο αλλάχ ή ο Βούδας σας έχει ευλογήσει κι είναι πραγματικοί φίλοι, θα κάνουν ότι μπορούν για να σας μαζέψουν στον ίσιο δρόμο, κι ας τραβάει ο ένας από δω κι ο άλλος από παραπέρα. Ενίοτε, οι αντίπερα κολλητοί, κρατάνε μια κάποια επικοινωνία για να σώσουν την αξιοπρέπειά σας.

Είναι ο «καλός» της κολλητής, ή η «καλή» του κολλητού, που με τόσο κόπο είχατε πιέσει να γίνει κομμάτι της παρέας και τώρα αρνείται να καταλάβει γιατί πρέπει να διαλέξει στρατόπεδο, άσε που ταυτίζεται συνήθως περισσότερο με την αντίπερα όχθη.

Κι ως εδώ καλά. Υπάρχει όμως πάντα και ο «κατίνος» ή η «κατίνα» – ανεξαρτήτως φύλλου- ο συντρέχτης και παρηγορητής ΚΑΙ των δυο. Συγχρόνως. Παίρνει λόγια, φέρνει νέα, φτιάχνει σκηνικά, βάζει σάλτσες και περικοκλάδες και χωρίς να πειράζει την αλήθεια την παρουσιάζει έτσι που κάθε λέξη του είναι σταγόνα λάδι, πάνω στην αναμμένη φωτιά.

Φροντίζει τα νέα να είναι πάντα «καυτά» και με την παρουσία του, διαπλατύνει τον δρόμο του εξευτελισμού (σου) εδραιώνοντας την παρουσία του στην ζωή σου. Και πάντα οι φράσεις ανυπόφορα κλισέ «όλο το δίκιο, δικό σου είναι».

Κάπου ενδιάμεσα παίζουν άλλοι περιφερειακοί ρόλοι – χαρακτήρες, αδέρφια, ξαδέρφια, συνάδελφοι και παρατρεχάμενοι, που βάζουν πάντα το λιθαράκι τους στην εκτροπιασμένη πραγματικότητα πάντα στο μέτρο που επιτρέπετε οι δύο πρώην.

Κι είναι πάντα εκείνος ο ένας, που έρχεται ένα πρωί και σας λέει την αλήθεια κατάμουτρα μιας και οι ευγένειες τελείωσαν. Μας κουράσατε!!!

Κι εσείς σαν έξυπνα παιδιά που είστε, παίρνετε το μήνυμα, σταματάτε τις μοιρασιές ανθρώπων, κανόνων, τελεσιγράφων και φτηνών απειλών, και συνειδητοποιείτε σιγά σιγά πως κανείς δεν σας πρόδωσε. Απλά για χρόνια, είχατε κάνει μια πολύ καλή επιλογή συντρόφου και οι άνθρωποί σας, την μοιράστηκαν και την αγάπησαν αυτή την επιλογή.

Και τώρα, η σιγή ασυρμάτου, είναι μια καλή επιλογή μέχρι ο χρόνος να ξαναμοιράσει την τράπουλα και το παιχνίδι να ξαναρχίσει από την αρχή.

LoveLetters