Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Στάθηκε στην κουίντα της ζωής της, περιμένοντας το τρίτο κουδούνι, για να παιχτεί μια παράσταση ακόμα, τελευταία.
Ρούχα στενά, ύφασμα σκληρό, να μην αναπνέει το δέρμα. Να μην τολμήσει να ζητήσει ελευθερία κινήσεων. Πρόσωπο βαμμένο βαριά, να μην φαίνονται ρυτίδες, να μην τολμούν να προδώσουν το παρελθόν. Ούτε το γέλιο, ούτε το δάκρυ.
Λόγια χιλιοειπωμένα, βλέπεις η παράσταση έχει παιχτεί ξανά και ξανά, με συμπρωταγωνιστές ταλαντούχους στα λόγια τα μεγάλα και τις υποσχέσεις τις θεατρικές αλλά ακόμα και με ατάλαντους συμπρωταγωνιστές, από εκείνους ρε παιδί μου που “δεν τα λεγαν”.
Και πώς να πεις για έρωτα όταν το μόνο που ξέρεις από εκείνον είναι οι λέξεις του. Όταν αναγνωρίζεις μόνο ήχους, αλλά δεν αναγνωρίζεις τη μυρωδιά του. Όταν ξέρεις τη φασαρία του αλλά όχι τους ψίθυρους. Όταν μιλάς για εκείνον αλλά δεν δάκρυσες ποτέ για εκείνον. Όταν λες για το ρίσκο και το θάρρος του αλλά δεν ένιωσες ποτέ το φόβο του.
Τρίτο κουδούνι, και οι λέξεις δεν της βγαίνουν. Σ’αυτή την παράσταση την καλοσκηνοθετημένη, αξίζει μόνο η απουσία. Είναι πολύ κουρασμένη για να παίξει έστω κι αυτή την τελευταία φορά την παράσταση.
Κι έτσι αυτή η τελευταία παράσταση, δεν δόθηκε. Τα λόγια μείναν ανείπωτα και η αυλαία έπεσε χωρίς χειροκρότημα.
Της πήρε καιρό να περιφέρεται σε αυτό το θέατρο, χωρίς παράσταση, χωρίς φώτα, χωρίς βουή και μουσικές. Πού και πού ανέβαινε πάνω στη σκηνή και κοίταγε τα άδεια θεωρεία, κοίταγε κι εκεί, πίσω από την κουίντα, κάτι της έλλειπε μα δεν τόλμαγε να το ξεστομίσει.
Τα ρούχα άλλαξαν κι έπαψαν να είναι στολή. Έγιναν μαλακά, άνετα, να αντέχουν τις ανάσες. Το πρόσωπο ξεβάφτηκε κι αποκάλυψε όλες τις ρυτίδες του. Άλλες από γέλια μέχρι δακρύων κι άλλες από δάκρυα αληθινά.
Κι όταν αποφάσισε πως η παράσταση δεν θα ξανανέβει, και δεν πειράζει κι όλας.. γιατί στο κάτω κάτω παίχτηκε τόσες φορές που νόμιζε πως δεν θα το είχε άλλο ανάγκη, αποφάσισε η ζωή να της δείξει πώς είναι ο έρωτας.
Μέσα από λίγα λόγια, ψιθυριστά, χωρίς τίποτα το θεατρικό, ένας περαστικός την έκλεισε στην αγκαλιά του βάζοντας όλα τα σπασμένα της κομμάτια στη θέση τους.
Δεν της είπε μεγάλα λόγια, δεν είχε να της πει τίποτα παραπάνω από ένα “εδώ είμαι”. Δεν είχε να του πει τίποτα παραπάνω από ένα “μαζί”.
Δεν χρειάστηκε να ξαναφορέσει μάσκα, στολή ή πανοπλία. Δεν χρειάστηκε να μάθει λόγια απ’ έξω. Δεν χρειάστηκε να ανεβάσει καμία παράσταση στο όνομα του έρωτα.
Κατέβασε το γενικό, έκλεισε καλά τις πόρτες του θεάτρου, άφησε και την αυλαία να πέσει κρέμασε κι ένα ταμπελάκι για τους θεατές της ζωής της “κλειστόν λόγω… έρωτα” έσκασε ένα χαμόγελο στραβό και αναχώρησε με εισιτήριο χωρίς επιστροφή και προορισμό το “εδώ” και ενδιάμεσα στάση το “μαζί”.
Τώρα πια, απλά.. άξιζε να το ζήσει!